Tuesday, December 26, 2006

poem-28



αν έτρεχα…
αν πολεμούσα…
αν αγαπούσα…
η σκέψη μου
θα έτρεχε μαζί μου;
θα πολεμούσε ένδοξα ξωτικά;
θα αγαπούσε ξεχασμένες ψυχές;


μάλλον
αυτός ο πελώριος πύργος
θα εισχωρούσε στη κόρη του ματιού μου
και όλα θα αποδεικνύονταν πόσο μικρά είναι…

Friday, December 22, 2006

poem-25

αρωγός του απείρου;
εν μέσω
λιμήν ασμένως
ναύλος επί τούτου ορισμένος
νωχελικά δεμένος
σφύρα δι-ερωμένη
αμνημοποιός εριστικών δαχτύλων
βιρτουόζος of virtues?
ροής πιστός
δυνητικά
εγώ αλλά εσύ

Wednesday, December 20, 2006

Πέραν του χωρόχρονου;

Το εγώ ως σύνολο αντιληπτικών, συναισθηματικών και βιολογικών λειτουργιών δεν παραμένει ποτέ το ίδιο από στιγμή σε στιγμή. Πώς είναι τότε δυνατόν να διατηρεί την αίσθηση μιας συγκεκριμένης ταυτότητας, ενός συγκεκριμένου εαυτού; Μόνο αν είναι σύνθεση και επιπλέον συνιστωσών πέραν των χωρο/χρονικών. Αν δηλαδή κάποιες λειτουργίες του έχουν συνιστώσες σε μια ή περισσότερες διαστάσεις πέραν των 4 διαστάσεων του χωρόχρονου, τότε πιθανόν αυτές οι συνιστώσες, καθώς είναι ανεξάρτητες του χρόνου, να είναι υπεύθυνες για το βίωμα της διατήρησης της ταυτότητάς μας, παρά τις χωρο-χρονικές αλλαγές των υπόλοιπων συνιστωσών των διαφόρων λειτουργιών του εγώ.
Και μια ακόμη [παρακινδυνευμένη ίσως] υπόθεση: Αν τη στιγμή της παύσης των βιολογικών λειτουργιών στο χωρο/χρονικό πλαίσιο παρατήρησης (κοινώς θάνατος), συνεχίζουν να παραμένουν κάποιες μη μηδενικές συνιστώσες αντιληπτικών, συναισθηματικών ή βιολογικών λειτουργιών σε άλλες διαστάσεις, τότε το εγώ θα συνεχίζει να υφίσταται, συνιστώμενο πλέον από τις μη χωρο/χρονικές συνιστώσες των διατηρούμενων λειτουργιών του.

Friday, December 15, 2006

περί ηδονής

τι κάνει τον πόνο ηδονή;
η ύπαρξη του άλλου
ενός ανταγωνιστή του νου μας
ενός συναγωνιστή της ψυχής μας

Monday, December 11, 2006

poem-22 (από την ιερουργία στην εριουργία)

σε παρακολουθώ από μακριά
μέσα από συσκευές, σωληνώσεις και ηθο-τεχνικές δίνες

λαχανιάζω και κάμπτομαι
καθώς σε βλέπω

αποφεύγω
τις επίδοξες συντμήσεις

προτιμώ τη διάδοση
είναι πιο φιλειρηνική
ακόμη και χωρίς διαπιστευτήρια

βυθίζομαι στα μάτια σου

η κόρη των ματιών σου δηλώνει πως είναι θεός
κι
ο θεός εκνευρισμένος
βγαίνει απ’ τον εαυτό του
και μας υπενθυμίζει πως δεν υπάρχει θεός

βυθίζομαι στα μάτια σου

στο βάθος
η αρχέγονη βία χορεύει με την απόλυτη μεγέθυνση και την απόλυτη διαφορά

Wednesday, December 06, 2006

Το γαρ πολύ του έρωτος γεννά παραφροσύνη

Καθώς ήμουν στον ηλεκτρικό ανεβαίνοντας προς Ομόνοια το Σάββατο το πρωί, ήταν όρθιοι δίπλα μου ένα ζευγαράκι. Ήταν έτσι στραμμένοι που εγώ έβλεπα το κορίτσι. Ο ενθουσιασμός της και η χαρά της ήταν πραγματικά απερίγραπτα. Τόσο εκφραστικά που σχεδόν μου το μετέδιδε και σε μένα. Φιλούσε κάθε λίγο και λιγάκι το αγόρι και το κοίταζε με μια τέτοια λάμψη, που σε μια στιγμή ένιωσα σαν να κάηκα απ την ακτινοβολία της. Σαν να εκπροσωπούσε τη χαρά που μπορούν να γευθούν οι άνθρωποι γενικά και σαν να πήρα κι εγώ παρεπιπτόντως (από σπόντα) μια άκρη απ τη χαρά της, τη μόνη ΧΑΡΑ που μπορεί να νιώσει κανείς χωρίς τρύπες και ενδοιασμούς.
Την ίδια στιγμή με διαπέρασε ένα περίεργο αίσθημα… Σαν να μην ήταν αυτή που χαιρόταν αλλά η φύση που την χρησιμοποιούσε για όσο τη χρειαζόταν… Και τότε συνειδητοποίησα πόσο μεγάλη είναι η τύχη όσων και για όσο βρεθούν στα δίχτυα των σχεδίων της. Βιώνουν μια ενέργεια που ποτέ δεν θα μπορούσε να είναι δικιά τους κι όμως για λίγο ή πολύ γίνεται δικιά τους, καταδικιά τους… και το φως που εκπέμπουν είναι φως άπειρων θεών που στριμώχνονται μέσα σε δυο μικρές κόρες, που όποιος τολμήσει να τις κοιτάξει κατάματα, πολύ αμφιβάλλω ότι θα μπορεί πλέον να είναι και να συμπεριφέρεται ως κοινός θνητός…

Tuesday, November 21, 2006

poem-18

δέματα εδέσματα από ρητίνη
σε ανηφορικές διατυπώσεις
και
διασαλευμένες υπεκφυγές
που στριμώχνονται ηδονικά
σε λαιμούς μπουκαλιών
και
όλα διανυμένα μαζί

Monday, November 13, 2006

Έρως-Αγάπη-Πόθος

Η ζωή στο παρόν είναι ο έρωτας, η προβολή του έρωτα στο παρελθόν είναι η αγάπη και η προβολή του έρωτα στο μέλλον είναι ο πόθος. Ερωτας είναι η ζωή μέσα στις άπειρες στιγμές του παρόντος, καθώς από στιγμές γίνονται στιγμή. Αγάπη είναι η μάταιη προσπάθεια να συγκρατήσεις τον χρόνο και πόθος είναι η αγωνία να γεννήσεις και άλλο χρόνο.

Saturday, November 04, 2006

Ο θεός και το κουνούπι

Ας μιλήσουμε περί θεού…

Ως γνωστόν κάθε απόδειξη περί της ύπαρξης ή μη ύπαρξης του θεού στερείται σοβαρότητος, καθώς εισάγει παραπλανητικά σε μια υπό εξέταση πρόταση, έναν όρο άγνωστο, απροσδιόριστο, αντικειμενικά ανύπαρκτο.
Μειώνοντας στο ελάχιστο το βάθος και επεκτείνοντας στο έπακρο το εύρος της έννοιας ‘θεός’ τον καθιστούμε κατηγορούμενο των πάντων, μέλος δηλαδή μιας πανταχού παρούσας ταυτολογίας. «Η δύναμη είναι θεός», «η αδυναμία είναι θεός», «το καλό είναι θεός», «το κακό είναι θεός», κάτι σαν «τα άλογα είναι ζώα» και «τα γαϊδούρια είναι ζώα». Τι προσθέτει άραγε στην αντίληψη και τη βίωση μας ένας τέτοιος θεός; Μάλλον τίποτα.
Αν από την άλλη μετατοπίσουμε την έννοια ΄θεός’ από τη θέση του κατηγορουμένου στη θέση του υποκειμένου, τότε τον υποτάσσουμε σε κάτι ευρύτερο απ’ αυτόν. Υποστηρίζουν με περισσή ευκολία οι θεολόγοι ότι «ο θεός είναι πανάγαθος» και ότι «ο θεός είναι παντοδύναμος» χωρίς να τρομάζουν στην ιδέα ότι έχουν ήδη έτσι δημιουργήσει κάποιους υψηλότερους θεούς, το αγαθό και τη δύναμη.
Συμπέρασμα;
Εκτός από τη πρόδηλη πρόταση «ο θεός είναι θεός» που δε διαφέρει και πολύ από την πρόταση «το κουνούπι είναι κουνούπι», δεν μπορούμε να αρθρώσουμε τίποτε άλλο πειστικό περί του θεού.

Εκείνη

…Μέσα στη μανία του να θεωρεί το καθετί σα σύμβολο, άρχισε την προσπάθεια να αποκρυπτογραφήσει το σώμα της.
Το λευκό της δέρμα παρέπεμπε σε μια αγνότητα τύπου Άρτεμης, σα να τους προκαλούσε όλους χωρίς να υποκύπτει σε κανένα.
Τα κατακόκκινα χείλη της μάλλον υπονοούσαν την άβυσσο, τον ανοιχτό κρατήρα, την αδυσώπητη έλξη, τη μαγική τέχνη της Μήδειας, το ζωώδη σφυγμό του θανάτου.
Τα δάχτυλά της μου θύμιζαν τα ίχνη του εφήμερου, στάλες εριστικές, παιδικά εργαλεία.
Τα μαλλιά της με μετέφεραν στο Μεσαίωνα, σε ένα δάσος πυκνό με κρυμμένους ιππότες, καταδιωκόμενες μάγισσες και στο βάθος ένα κατακόκκινο ήλιο που συνεχώς δύει, χωρίς να δύει ποτέ.
Τα μάτια της, όλοι θα τα παρουσιάζατε σαν πύλη προς τον χαμένο παράδεισο. Ποιητικές αερολογίες! Τα μάτια της ήταν κάτι πολύ συγκεκριμένο, ήταν σκοτεινές κατακόμβες, όπου ποτέ δεν ήχησαν ευλαβείς λειτουργίες, που φιλοξενούσαν πάθη αναμμένα απ τις Σειρήνες και καταδικασμένα να μη σβήσουν ποτέ.
Όσο για τα πόδια της, το πιο απολαυστικό μέλος της, δε συμβολίζουν το παραμικρό. Γι αυτά γίνομαι εγώ σύμβολο, γίνομαι η γη τους, για να γεύομαι τις πατημασιές της, το γλυκύτατο βάρος της, που κατανέμεται αρμονικά πάνω μου, μες απ τα πέλματά της και τα προκλητικά ακροδάχτυλα της…

Απόσπασμα από το «Εκείνη» του Jesus Calderon, Εκδ. ‘Φίληβος’, μτφρ. Σ. Ιωαννίδης.

Σκοτεινή αρχιτεκτονική

…Όλες οι μορφές γύρω του ήταν πανομοιότυπες. «Πώς είναι δυνατόν;» σκέφτηκε. Εφόσον η μορφή είναι ουσιαστικά η έκφραση και έκφραση είναι η ψυχή, τότε όλες οι ψυχές είναι όμοιες; Και τελικά υφίσταται κάπου κάποτε η διάκριση; Ή είναι μόνο εντύπωση, υποκειμενική αντίληψη υποτιθέμενων οντοτήτων; Ζαλίστηκε, ένοιωθε να χάνεται ως παρατηρητής και όλα γύρω του να μετατρέπονται σε γκρίζους μεγάλιθους, αδιαφοροποίητη ουσία, δομικά υλικά μιας σχεδόν ανύπαρκτης δομής. Το μόνο που παρέμενε ζωντανό κι έντονα χρωματισμένο ήταν η Ανν, τα σαρκώδη χείλη της κι ο πόθος του να τη γευτεί χωρίς όρια. Υπήρχε… ναι τελικά υπήρχε… υπήρχε γι αυτήν. Και, γιατί όχι, ίσως κι εκείνη γι αυτόν…

Απόσπασμα από το «Σκοτεινή Αρχιτεκτονική» του James Livingston, Εκδ. ‘Σπουδές’, μτφρ. Ν. Αλλοίμονος.

Tuesday, October 31, 2006

Οι διαστάσεις του έρωτα

…Ήθελε πολύ να της το πει, αλλά δίσταζε. Εκείνη πάλι δεν είχε την παραμικρή διάθεση να αποξηράνει τα συναισθήματά της. Έδεσε τα δυο μαντήλια σε ένα και βγήκε για να οργώσει. Δεν είχε όμως κτήματα, κλήματα και πάσης φύσεως εδάφη. Παρ’ όλ’ αυτά εκείνος προηγήθηκε. Εκείνη, αδιάθετη, τον πληροφόρησε ότι δεν πίστευε πια στις a-priori αλήθειες. Έλυσε τα μαντήλια, τα μούσκεψε και τα στράγγισε πάνω της. Τα στήθια της ήθελε να οργώσει. Εκείνη έτρεξε μες στο σκοτάδι, αλλά κανείς δεν το πρόσεξε. Έμοιαζε άλλωστε σαν ακίνητη, όμοια με τη ψυχική της διάσταση. Στην αρχή αυτός απελπίστηκε, αλλά σύντομα ένιωσε καλά γιατί δεν θυμόταν τον λόγο της απελπισίας του, αλλά και τον λόγο κάθε απελπισίας. Γιατί η απελπισία κρύβει βαθιά στον κόρφο της την ελπίδα. Έσκυψε να τη φιλήσει. Το πρόσωπό της ήταν το ηδονικότερο αντικείμενο πόθου που είχε συναντήσει. Προχώρησαν πιασμένοι απ το χέρι μες στο σκοτάδι. Το πρόσωπό του ήταν το ιδανικότερο αντικείμενο πόθου που είχε συναντήσει. Δεν γνωρίζονταν. Εκείνη αιφνιδιάστηκε αλλά χαμογέλασε γιατί ο πιο άγνωστος είναι τελικά ο πιο κοντινός. Τα χέρια τους χαϊδεύονταν. Γνωρίζονταν εδώ και χρόνια. Εκείνος επιδίωξε να το λησμονήσει, υπονοώντας ότι η γνωριμία υποθάλπει τη συνουσία. Μια μέρα θα έκαναν περίπατο μαζί στην όχθη του Σηκουάνα. Και θα γευόταν ο ένας τον άλλον κάτω από τους ήχους του Γαλλικού Μάη και τα χρώματα της ατίθασης αυτοκρατορίας. Εκείνος έβγαλε το πανωφόρι του και το πέταξε στο φεγγάρι. Εκείνη διαμαρτυρήθηκε. Δεν είχε δικαίωμα να αποκρύψει μια τέτοια πανσέληνο…

Από το ‘Οι διαστάσεις του έρωτα’ του Ανρύ ντε Βερντέν. Εκδόσεις ‘Πλίνθος’. Μτφρ. Γ. Γεωργιάδης.

Friday, October 27, 2006

Οι δέκα εντολές [μια άλλη ερμηνεία ή/και αντί-θεση]

«Ουκ έσονται σοι θεοί έτεροι πλην εμού»

Ό,τι δημιουργείς είναι θεός γιατί τι άλλο υπάρχει;

«Ου ποιήσει σεαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα»

Όλος ο κόσμος είναι φτιαγμένος από είδωλα της σκέψης σου και της δόξας σου κι εμείς πολλαπλασιάζουμε τα είδωλα και τα ομοιώματα, ακολουθώντας το δικό σου παράδειγμα. Και τα τιμάμε αυτά τα είδωλα και τα λατρεύουμε πιο πολύ κι από σένα, γιατί μέσα σ’ αυτά τελείται η συνάντησή μας μαζί σου.

«Ου λήψει το όνομα κυρίου του θεού σου επί ματαίω»

Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης. Ποιος είμαι εγώ που θ’ αρνηθώ το όνομά σου στα πάντα;

«Μνήσθητι την ημέραν των σαββάτων αγιάζειν αυτήν. Εξ ημέρας ποιήσεις πάντα τα έργα σου, τη δε ημέρα τη εβδόμη ου ποιήσεις εν αυτή παν έργον»

Την ημέρα των Σαββάτων θα τιμήσω πάνω απ’ όλες με εργασία αδιάκοπη και τις άλλες έξι θα σιωπώ, γιατί χρειάζεται χρόνος πολύς για να αφομοιώσω τα κρυμμένα σου νοήματα.

«Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου»

Εγώ τιμώ μόνο τα γεννήματά μου, γιατί μέσα σ’ αυτά αντικρύζω τη δική σου ενέργεια.

«Ου φονεύσεις»

Μόνο εσύ που δίνεις μπορείς να πάρεις. Άστους να πιστεύουν τ’ αντίθετο. Εσύ όμως ξέρεις…

«Ου μοιχεύσεις»

Πώς ν’ αντιστρατευτώ τις επιθυμίες μου, τα δικά σου μάτια μέσα μου; Θυμήσου τον πόνο του μηδενός καθώς γονιμοποιούσες ένα κόσμο ολόκληρο μες στα σπλάχνα της δικής του αγαπημένης…

«Ου κλέψεις»

Μόνο να κλέβω μπορώ. Τίποτα δε μου ανήκει.

«Ου ψευδομαρτυρήσεις κατά του πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδή»

Θυμήσου, κι εσύ αναρωτιόσουν ‘τι εστιν αλήθεια’

«Ουκ επιθυμήσεις τη γυναίκα του πλησίον σου, την οικίαν του πλησίον σου, τα υπάρχοντα του πλησίον σου»

Κανείς δεν έχει γυναίκα, κανείς δεν έχει κανείς δεν έχει οικία, κανείς δεν έχει υπάρχοντα, είναι όλα δικά σου. Επιθυμώ τα δικά σου, γιατί μόνο αυτά υπάρχουν…

Copyright by Markos-the-Gnostic

Tuesday, October 17, 2006

Ραφαήλ

Όλοι θα γνωρίζετε την παράδοση των γραφών, όπου ο Μιχαήλ ήταν ο αρχάγγελος εκείνος που σταμάτησε την κατάρρευση του ουρανού, όταν ο αδελφός του, ο άλλος αρχάγγελος, έκανε το ‘τραγικό’ σφάλμα να πάρει την πρώτη πρωτοβουλία. Κι φυσικά την άλλη γνωστή ιστορία του Ευαγγελισμού, όπου πρωταγωνιστεί ο άλλος τους αδελφός, ο Γαβριήλ. Σίγουρα όμως δε θα ξέρετε την ιστορία του μικρού τους αδελφού, του αρχάγγελου Ραφαήλ, μια ιστορία που κι εγώ την έμαθα μόλις πριν λίγο…

Ζήτησε μια μέρα ο Ραφαήλ απ’ τον μεγάλο φρουρό των ουρανών, τον παντοδύναμο Μιχαήλ, την άδεια να επισκεφθεί τη κόλαση. Πολλά ακούγονταν κι είχαν γραφτεί γι αυτό το παράξενο τόπο και μια επιτόπια έρευνα θα ήταν τουλάχιστον ενδιαφέρουσα… Του άνοιξαν τη πύλη, μια πύλη που στην κυριολεξία χώριζε τους δυο κόσμους ολοκληρωτικά. Ήταν μια βαριά κατάμαυρη μεταλλική πύλη, στη μέση ενός ακατέργαστου αδιαπέραστου τείχους, που δε φαινόταν να τελειώνει πουθενά. Περιέκλειε την κόλαση [ή τον κόσμο μας;] [ή μήπως και τα δυο;] πάνω, κάτω, αριστερά και δεξιά…

Μπήκα μέσα με τρόμο, μετά από όσα είχα ακούσει γι αυτή τη περιοχή, αλλά πολύ σύντομα ηρέμησα, μάλιστα ηρέμησα υπερβολικά, γιατί δεν υπήρχε τίποτα που να ταράξει την ηρεμία μου. Ώστε αυτή η περίφημη κόλαση ήταν τελικά άδεια; Όπου και να έστρεφα το βλέμμα του… μια έρημη γη, μια απέραντη χέρσα έκταση, μια αφύσικη ομοιομορφία…
Κι έτσι άρχισα να βαδίζω προς το βάθος με μια ελπίδα ότι κάπου κάτι θα συναντούσα. Και πράγματι δεν έπεσα έξω… Μετά από κάμποσες ώρες είδα καθισμένο σε μια πέτρα έναν ασκητή.
‘Τι κάνεις εδώ άγιε πατέρα;’ τον ρώτησα.
‘Είμαι ο Αντώνιος νέε μου, δεν με αναγνώρισες;’
‘Ο Αντώνιος;’ ψέλλισα με απορία.
΄Ένας άγιος στην κόλαση ε;’ έβαλε τα γέλια ο ασκητής. ‘Μα εγώ το ζήτησα. Ήταν η ύψιστη ανάγκη μου, η τελευταία μου επιθυμία. Είχα υπερνικήσει πια όλους τους πειρασμούς. Δεν υπήρχαν άλλοι πια. Η ζωή μου ήταν εντελώς άδεια. Και ζήτησα απ το θεό να με στείλει στην ίδια τη κόλαση. Τι να κάνω τον παράδεισο εγώ, του είπα. Εγώ γεννήθηκα για να πολεμάω. Κι έτσι βρέθηκα εδώ. Ηλίθια επιλογή. Δεν υπάρχει τίποτα εδώ, ούτε πειρασμοί, ούτε τίποτα…’
Στεναχωρέθηκα από τη λανθασμένη επιλογή του αγίου, αλλά μη μπορώντας να επέμβω, τον αποχαιρέτησα με σεβασμό και προχώρησα ακόμη πιο μέσα στη μεγάλη αυτή έρημο, που δε νομίζω να τέλειωνε πουθενά
Πιο κάτω, συνάντησα ένα δαφνοστεφανωμένο νέο.
‘Τι κάνεις εδώ φίλε;’ τον ρώτησα.
‘Είμαι ο Ντάντε νέε μου, δεν με αναγνώρισες; O Ντάντε Αλιγκιέρι’.
‘Μα εσύ, στη κόλαση; Εσύ που την είχες ήδη επισκεφτεί και μετά έφτασες μέχρι τον ουρανό, ξαναγύρισες πάλι εδώ;’
‘Ένα ποίημα ήταν νέε μου, μια λογοτεχνική απόπειρα. Κι έτσι ζήτησα τώρα πια να τη γνωρίσω και στη πραγματικότητα. Καμία σχέση… Είδες… άμα δεν έχεις οδηγό. Δεν υπάρχει Βιργίλιος εδώ, μόνο στη φαντασία μου υπήρχε…’
΄Κι η Βεατρίκη;’, τον ρώτησα, επιδεικνύοντας και λίγο τη μελέτη που είχα κάνει επισταμένα στη θεία κωμωδία.
‘Τίποτα… Ακούς; τίποτα. Θέλω απεγνωσμένα να επιστρέψω και να τη ξαναβρώ, αλλά στο είπα και πριν, εδώ δεν υπάρχουν οδηγοί…’
‘Ντάντε, επειδή κάτι ξέρω εγώ κι απ τα μελλούμενα, μάθε ότι αν κάποιος βγει ποτέ από δω θα είσαι σίγουρα εσύ. Η Βεατρίκη σε περιμένει ως την αιωνιότητα κι αυτός ο κόσμος δε μου φαίνεται άτρωτος στα βέλη της, στα βέλη της κάθε Βεατρίκης…’
Προχώρησα κι άλλο. Αναρωτώμενος τι να σημαίνουν όλα αυτά.
Πιο κάτω συνάντησα ένα πολεμιστή, πάνω σ ένα πελώριο άλογο, σταχτί με μακριά χαίτη.
‘Σε χαιρετώ. Τι υπάρχει πέρα στα βάθη;’ τον ρώτησα.
‘Τίποτα. Ένα τεράστιο τίποτα. Με ξεγέλασε. Ακούς; Δε θα του το συγχωρήσω ποτέ. Με ξεγέλασε εμένα, τον πιο μεγάλο κατακτητή, τον κύριο όλης της οικουμένης.’
‘Ποιος είσαι;’ Τον ρώτησα.
Η ερώτηση αυτή αντήχησε μέσα του σαν η μεγαλύτερη προσβολή που είχε ποτέ ειπωθεί. Σήκωσε το σπαθί του απειλητικά κατά πάνω μου. Και τότε κατάλαβα.
‘Αλέξανδρε!!!’ ψέλλισα. ‘Κι εσύ εδώ;’
Η αναγνώριση λειτούργησε λυτρωτικά.
‘Ναι, εδώ. Ζήτησα απ το Μιχαήλ να μεσολαβήσει στο θεό του και να μ’ αφήσει να κατακτήσω τους λαούς της κόλασης, να τους γνωρίσω από κοντά και να τους φέρω τα δώρα του πολιτισμού. Αλλά με ξεγέλασε ο θεός σας. Εδώ δεν υπάρχει τίποτα. Η απόλυτη ερημιά, χειρότερη κι απ τη Γεδρωσία. Τελικά μόνο το Δία μπορεί κανείς να εμπιστεύεται…’
Κι έφυγε καλπάζοντας προς το πουθενά…
Λίγο μετά συνάντησα μια κοπέλα, ούτε είκοσι χρονών, πολεμίστρια κι αυτή με περικεφαλαία, πανοπλία κι ασπίδα. Ότι και να φόραγε δεν μπορούσε να κρύψει την ομορφιά της. Απεναντίας, την τόνιζε στο έπακρο. Αυτήν την ήξερα, την ήξερα καλά. Είχα ζήσει από κοντά το δράμα της, δίπλα στη πυρά, μέχρι την τελευταία της πνοή.
‘Ιωάννα’, της ψιθύρισα, ‘Ιωάννα, μα τι δουλειά έχεις εσύ εδώ;’
‘Άγγελε μου σ ευχαριστώ. Τελικά δεν μ αφήνεις ποτέ, ε;’
‘Μα πες μου πώς βρέθηκες εσύ εδώ;’
‘Τι πίστευες άγγελε μου μετά από τόσο μαρτύριο θα κατέληγα στον Παράδεισο;’
‘Μα βέβαια, ήμουν απόλυτα σίγουρος για σένα, ειδικά για σένα, πιο πολύ απ τον καθένα’
‘Όχι άγγελε μου, αν επιτρέψεις στα μαρτύρια ν αρχίσουν, τότε είναι πολύ δύσκολο να σταματήσουν ποτέ…’
Αντί γι απάντηση την πήρα στην αγκαλιά μου. Την κρατούσα απ το χέρι και βαδίζαμε προς το άγνωστο. Δεν θα έφευγα ποτέ απ αυτόν τον τόπο χωρίς εκείνη… Δεν θα την έχανα για μια ακόμη φορά…
Περπατούσαμε επί ώρες, επί μέρες, επί μήνες, επί χρόνια, και δεν γερνούσαμε. Ζούσαμε την αγάπη μας μες στη κόλαση, κι η κόλαση δεν μας άγγιζε, μέχρι που έφτασε η ώρα να φτάσουμε στο κέντρο αυτής της έρημης χώρας…
Ένας τεράστιος πύργος υψωνόταν μέχρι τον ουρανό. Όχι μέχρι τον ουρανό. Τον διαπερνούσε κι αυτόν και συνέχιζε, και συνέχιζε, μέχρι πού άραγε; Φλόγες και πέτρες εκσφενδονίζονταν από μέσα σου.
‘Ο οίκος του θεού’, ψέλλισα με τρόμο, ‘εδώ μέσα καίγεται ο ίδιος ο θεός’.
Έσφιξα την Ιωάννα στην αγκαλιά μου, τη φίλησα κι έτρεξα να μπώ μέσα, ν αφουγκραστώ το μεγάλο μυστικό. Σε κλάσματα δευτερολέπτου στράφηκα πίσω, άρπαξα την Ιωάννα απ το χέρι και όρμησα μες στις φλόγες. Το είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου. Δε θα τη ξανάφηνα ποτέ πίσω. Ανεβαίναμε επί ώρες τη μισο-γκρεμισμένη σκάλα, κι όποιο σκαλοπάτι αφήναμε πίσω μας γκρεμιζόταν μετά από λίγο για να μας υπενθυμίσει ότι δεν υπάρχει επιστροφή. Κι εκεί, ξάφνου, μέσα από ένα βαθούλωμα άκουσα μια φωνή…
‘Ραφαήλ αδελφέ μου’
Κοίταξα γύρω μου. Δεν υπήρχε τίποτα. Κι όμως, ήταν ο αγαπημένος μου αδελφός. Αυτός που όλοι μάθαμε ότι έκανε το μεγάλο παράπτωμα και μετά είχαμε καταδικαστεί να μην τον ξαναδούμε ποτέ πια.
‘Εωσφόρε, φως του ουρανού, επιτέλους σε ξανακούω. Πού είσαι; Σε έχουμε επιθυμήσει όλοι όσο ποτέ… Πού είσαι αδελφέ μου; ’
Είχα ριγήσει. Το ωραιότερο πλάσμα του δημιουργού ήταν λοιπόν φυλακισμένο εδώ…
‘Ραφαήλ, η καταδίκη μου είναι μεγάλη. Δεν έχω πια πρόσωπο, δεν έχω σώμα, έγινα πνεύμα, έγινα αέρας, έγινα κενό, είμαι πια ο βασιλιάς των πνευμάτων. Φύγετε γρήγορα εσύ κι η αγαπημένη σου. Φύγετε γρήγορα προς τα πάνω.’
Αυτή η κραυγή έγινε μέσα μου η πιο μεγάλη προτροπή που είχα νιώσει ποτέ στη ζωή μου, μια ζωή απέραντη, που δεν θυμάμαι αν ξεκίνησε ποτέ. Κρατώντας απ το χέρι την αγαπημένη μου, τρέχαμε με μανία να προλάβουμε την αόρατη επίθεση του πνεύματος πάνω στις μορφές μας.
Κι επιτέλους βρήκαμε το άνοιγμα. Κι επιτέλους ο άπειρος ουρανός μας αγκάλιασε, ένας ουρανός γεμάτος αστέρια, ένας ουρανός γεμάτος πύρινες μορφές. Κι επιτέλους θα είχα για πάντα στην αγκαλιά μου την αγαπημένη μου, με το γλυκό ακτινοβόλο της πρόσωπο, να αντέχει μες στην αιωνιότητα, τις απειλητικές ριπές των πνευμάτων…

Copyright by Markos-the-Gnostic

Sunday, October 15, 2006

poem-17

δινο-ποθώντας
να παρα-στύσει
τις επι-θυμίες του
δια-μύρωσε
τη συν-ουσία του

Saturday, October 14, 2006

poem-14

δεν πέρασαν μέρες…
νύχτες;
ΝΑΙ
θα τις έλεγα μάλιστα συνεχόμενες νύχτες…
και ο χρόνος;
πέθανε;
ΝΑΙ
δεν αναπνέει…


α, να, αρχίζει και πάλι να ζει,
μπαινοβγαίνει στις ψυχές,
τις τριγωνικές ψυχές
που κοιτάζουν προς τα πάνω…
εμφυσά άρωμα
σε όσα σώματα γεννήθηκαν από πέτρες
σε παραλίες που δεν υπάρχουν
και
σε όνειρα που δεν τα ονειρεύτηκε κανείς ακόμα…

Wednesday, October 11, 2006

poem-6

εσύ
δυσδιάκριτη
σαν τον πελώριο ήλιο
που καίει τα πάντα…

Sunday, October 01, 2006

Κενό μνήμης

Ήταν πολύ φορτισμένος απ’ αυτό που είχε συμβεί. Τράβηξε με θυμό τη πόρτα πίσω του και πήρε το δρόμο προς το Γιώργο.
...Το άλλο πρωί τον βρήκαν ανάσκελα στη παραλία, δίπλα στο παλιό αλατωρυχείο. Ευτυχώς ανέπνεε κανονικά.
Μόλις άνοιξε τα μάτια του τρόμαξε απ τα δεκάδες πρόσωπα που τον είχαν περικυκλώσει με όψεις ανακούφισης, αλλά και οργής, και κυρίως απορίας, μιας μεγάλης απορίας για τους λόγους που τον είχαν οδηγήσει εκεί.
Του φώναζαν, τον ρωτούσαν επίμονα, κι όλ’ αυτά του φαίνονταν σαν ένας θόρυβος χωρίς νόημα.
‘Πού ήσουν;’ ‘Γιατί τόκανες αυτό;’ ‘Τόκανες για να μας πεθάνεις;’ ‘Πώς βρέθηκες στην άλλη άκρη της πόλης;’ ‘Τι προσπαθείς να αποδείξεις;’ ‘Είχες πάρει το Γιώργο και τούχες πει ότι πας προς τα κεί. Τι έγινε μετά;’ και πολλά άλλα ηχηρά παρόμοια.
Εκείνος, εξουθενωμένος και ζαλισμένος από τη συμπεριφορά τους, τους παρακάλεσε να τον αφήσουν μόνο.
Επιτέλους... Μια απέραντη ανακούφιση και ελευθερία τον διαπέρασε. Προσπάθησε να ανασυγκροτήσει τη μνήμη του. Ναι, αυτό το θυμόταν, πήγαινε προς το Γιώργο, αλλά μέχρι εκεί, μετά δε θυμόταν τίποτα.
Ένιωσε ένα τρομακτικό κοινό να ανοίγεται μπροστά του, ένα κενό έτοιμο να καταβροχθίσει οτιδήποτε του πρόσφεραν. Αυτό όμως δεν ήταν αναγκαστικά κακό. Απεναντίας. Οτιδήποτε θα μπορούσε να έχει συμβεί κατά τη διάρκεια αυτού του κενού. Και κανείς δε θα μπορούσε να το αμφισβητήσει, ούτε καν αυτός, κυρίως αυτός.

Καθώς πήγαινε προς το Γιώργο τον σταμάτησε μια κοπέλα. Είχε μακριά μαλλιά και φορούσε μια στενή μακριά φούστα που τόνιζε παρά κάλυπτε τη κίνηση των ποδιών της. Στο λαιμό της κρεμόταν ένα τυρκουάζ πεντάλφα. Και κάτι ακόμη, πολύ παράξενο, περπατούσε ξυπόλητη. Τα γυμνά της πόδια ακουμπούσαν ερωτικά τη γη. Την ήξερε κάπου. Ναι τα μάτια της κάτι του θύμιζαν. Τον ρώτησε για ένα δρόμο κι εκείνος τη πήγε πρόθυμα μέχρι εκεί. Ήταν λίγα μέτρα αλλά τελικά δεν ήταν. Ήταν πολλά χιλιόμετρα για κείνον, άραγε και για κείνη; Μόλις έφτασαν εκεί του χαμογέλασε και τον φίλησε για να τον ευχαριστήσει. Πέρασε απέναντι κι άρχισε ν ανεβαίνει τη λεωφόρο. Την ακολούθησε σαν υπνωτισμένος. Επιτάχυνε όλο και περισότερο το βήμα της. Προσπαθούσε να τη φτάσει αλλά δε μπορούσε, σα να είχε μπει εκείνη σε μια μυστική χρονική διάσταση, όπου στο τέλος χάθηκε στο βάθος του ορίζοντα.Στη προσπάθεια να τη φτάσει είχε απομακρυνθεί πάρα πολύ. Προχώρησε κι άλλο, τι άλλο να έκανε; Μετά από ώρες διέκρινε μια σειρά από βράχους. Μα βέβαια, ήταν η είσοδος στο παλιό αλατωρυχείο.Του φάνηκε απίστευτο που είχε φτάσει τόσο μακριά. Τα κύματα έβρεχαν τα πόδια του. Μπήκε μέσα. Για πρώτη φορά.
Ένα τεράστιο γλυπτό, δεκάδες σχηματισμοί από αλάτι και το φως της δύσης να φτιάχνει πάνω τους ιστορίες και χρώματα. Μια γυναικεία μορφή, απαλή σαν τυρκουάζ, ζωντάνεψε στα μάτια του. Έστρεψε το βλέμμα της πάνω του, κι εκείνος, σα νάταν αληθινή, την αγκάλιασε. Ένιωσε τη μυρωδιά και τη γεύση του αλατιού. Για μια στιγμή απογοητεύτηκε και δείλιασε, αλλά μέσα σε ένα δευτερόλεπτο, επανήλθε, την αγκάλιασε και τη φίλησε.
Σα να ήταν κάποιος μυστικός κώδικας αυτό το φιλί. Η γλυκειά γυναικεία μορφή άρχισε να θρυμματίζεται. Κι όχι μόνο αυτή. Ταυτόχρονα και το δικό του σώμα, σαν από αλάτι κι αυτό, έγινε σκόνη. Τώρα πια εκείνος δεν υπήρχε παρά μόνο μέσα της κι εκείνη δεν ανέπνεε παρά μόνο μέσα του.


Την άλλη μέρα ήρθαν και πάλι να τον αναζητήσουν. Όσο και να έψαξαν όμως δεν τον βρήκαν πουθενά. Είχε ξεγλιστρήσει μέσα από το μικρό του κενό, στο μεγάλο κενό, εκεί όπου τίποτα δε ξεχωρίζει γιατί όλα υπάρχουν.


Copyright by Markos-the-Gnostic

Thursday, September 28, 2006

illusion-2

“Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από ρωγμές. Κι ευτυχώς, γιατί πώς αλλιώς θα εισχωρούσε το φως;” Leonard Cohen

Μόλις είχα ξυπνήσει. Άνοιξα την πόρτα για να αντικαταστήσω στα πνευμόνια μου την κλεισούρα του δωματίου με το μολυσμένο αέρα της πόλης. Η ατμόσφαιρα ήταν μουντή, φαιοκίτρινη (το νέφος ίσως;) Μια σειρά εργατών; υπαλλήλων του δήμου; οικοδόμων; Δεν ξέρω. Όλοι βαστούσαν σαν όπλο από ένα φτυάρι. Κι όλοι με πυτζάμες, ομοιόμορφες γαλάζιες πυτζάμες.
‘Καλά τρελάθηκαν;’ σκέφτηκα, ‘βιαζόντουσαν τόσο που δεν πρόλαβαν καν να ντυθούν;’
Μια άλλη λεπτομέρεια που με απασχόλησε ήταν ότι αυτή η πορεία των σκαφτιάδων δεν είχε όρια. Όπου και να κοίταζα είτε προς το σημείο της υποτιθέμενης κατεύθυνσής τους, είτε προς το σημείο της υποτιθέμενης εκκίνησής τους, στο βάθος και του ενός και του άλλου ορίζοντα δεν έβλεπες παρά ανθρώπους με φτυάρια.
Δεν έδωσα σημασία. Ξαναμπήκα στο σπίτι και δοκίμασα να βγω από τη πίσω πόρτα. Ήταν αδύνατο. Ξεκλειδώνοντας τη μια πόρτα, εμφανιζόταν μια δεύτερη, ξεκλειδώνοντας τη δεύτερη μια τρίτη, κι οι πόρτες δε τέλειωναν ποτέ.
Σκέφτηκα ν ανέβω στη ταράτσα, για λίγο καθαρό ή έστω καθαρότερο αέρα και για λίγο ανοιχτό ή έστω ανοιχτότερο ορίζοντα. Δυστυχώς εκεί πάνω είχε νύχτα. Μπορώ να πω ότι αυτή η ιδιόμορφη διαφοροποίηση ημέρας – νύχτας αν δε με ξάφνιασε, τουλάχιστον με ενόχλησε.
Κατέβηκα και πάλι στο δωμάτιό μου. Ένας κύριος με σμόκιν και φτερά αγγέλου μου ζήτησε να τον ακολουθήσω, προχώρησε προς την άκρη της τραπεζαρίας, άνοιξε μια καταπακτή δίπλα στο τζάκι και μου ψιθύρισε: ‘Από δω, από δω, από τον δρόμο των ερωτευμένων’.
Κατέβαινα επί μια ώρα μια σπειροειδή σκάλα. Προς το τέλος άρχισε να αχνοφαίνεται μια αχανής πεδιάδα μέσα σε ένα λεπτό αδιόρατο φως από τιρκουάζ, που έμοιαζε να ακτινοβολεί από μέσα, από το ίδιο το έδαφος. Άρχισα να προχωρώ με λαχτάρα προς μια απροσδιόριστη κατεύθυνση.
‘Τι με κινεί;’ σκέφτηκα, ‘και θέλω τόσο πολύ να φτάσω εκεί;’
Η πεδιάδα ήταν ξερή, άνυδρη, σκέτη έρημος και απλωνόταν μέχρι την άκρη του ορίζοντα. Και ξαφνικά διακρίνω μπροστά μου, στη μέση του πουθενά, ένα τριαντάφυλλο. Έσκυψα, το φίλησα, κι αυτό άρχισε να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, να μεγαλώνει χωρίς σταματημό. Και χωρίς να το καταλάβω γλίστρισα μέσα του και προσπαθούσα να ισορροπήσω ανάμεσα στα τεράστια κατακόκκινα πέταλα. Σε μια στιγμή έχασα την ισορροπία μου και μια μεθυστική μυρωδιά εισέβαλε στα πνευμόνια μου, τόσο μεθυστική που στο τέλος έγινε ανυπόφορη σα δηλητήριο. Έπρεπε να ξεφύγω πάση θυσία, αλλιώς θα πνιγόμουν…
Είδα πάλι δίπλα μου τον κύριο με το σμόκιν. ‘Μέσα, μέσα’, μου ψιθύρισε. Και πράγματι ανάμεσα στα τεράστια πέταλα ξεχώρισα τη σκοτεινή σήραγγα του μίσχου του. Αφέθηκα στη σκοτεινή αγκαλιά σαν μικρό παιδί. Έπεφτα επί ώρα μες στο απόλυτο σκοτάδι, μέχρι που η πίεση από τα τοιχώματα του μίσχου έγινε σχεδόν ανεπαίσθητη κι εγώ βρέθηκα στο κενό, όχι ακριβώς στο κενό, σε ένα διαστρικό κενό, καθώς μυριάδες αστέρια με παρατηρούσαν από παντού.
Είχα χάσει κάθε αίσθηση προσανατολισμού και βαρύτητας. Ένα απ τα αστέρια, το φωτεινότερο όλων, τουλάχιστον στη δική μου όραση, με υποδέχτηκε. Δεν έπεσα απότομα, δεν έπεσα καν, αυτό έπεσε πάνω μου, αλλά με την απαλότητα ενός μπαμπακιού. Ο κύριος με το σμόκιν, όρθιος και πάλι δίπλα μου, μου ψιθύρισε, ‘λάθος αστέρι κύριε, το δικό σας είναι το πάνω αριστερά’. Μου φάνηκε πολύ αστείος αυτός ο προσδιορισμός, τόσο το πάνω όσο και το αριστερά, γιατί το αστέρι μου είχε το μέγεθος μιας οβίδας κανονιού, ίσα-ίσα που με χωρούσε, οπότε το πάνω μπορούσε να είναι οπουδήποτε, όπως και το αριστερά.
Η προηγούμενη παρομοίωσή μου για το μέγεθος του αστεριού αποδείχτηκε ότι δεν περιείχε την παραμικρή αλληγορική διάσταση. Ήμουν όντως πάνω σε μια εκρηκτική ύλη, η οποία έσκασε με ένα τεράστιο κρότο, διαλυόμενη μαζί με εμένα [και τον κύριο με το σμόκιν;] σε μυριάδες σωματίδια.
Πού ανήκα πια; Ίσως σε όλα. Ένα όμως απ όλ’ αυτά μ ενδιέφερε, καθώς έπεσε πάνω σου, πάνω στο στήθος σου. Η μυρωδιά σου με συνέφερε. Απόκτησα πάλι το σώμα μου, ακούμπησα πάνω του τα συναισθήματα και τις σκέψεις μου και όρμησα με μανία να σε απολαύσω.
Σε περίμενα επί τόσο καιρό, το ξέρεις…
Κι ενώ, εγώ, ένας κόκκος απ τους μυριάδες κόκκους μου, αγωνιζόμουν να ανασυστήσω τη χαμένη μνήμη μου, εσύ με έπαιρνες βαθιά μέσα σου, εξαλείφοντας και τα τελευταία της ίχνη που μου είχαν απομείνει.
Χάθηκα για πάντα μες στην ευδαιμονία. Όσο για τους υπόλοιπους κόκκους δεν γνωρίζω, δεν ανήκουν πια στην αρμοδιότητά μου...

Copyright by Markos-the-Gnostic

Friday, September 22, 2006

Και ολίγη κβαντική...

Ο άνθρωπος παρατηρεί τα συμβάντα γύρω του, τα οποία ούτως ή άλλως θα συνέβαιναν ή η πράξη της παρατήρησης είναι ένας από τους παράγοντες διαμόρφωσης των συμβάντων; Τα πειράματα της κβαντικής φυσικής που ερεύνησαν τη συμπεριφορά των μικροσκοπικών φυσικών οντοτήτων έδειξαν σαφέστατα ότι η πράξη της παρατήρησης είναι καθοριστική για το παρατηρούμενο.
Το πείραμα των δύο οπών, είναι ένα πείραμα κατά το οποίο ένα φυσικό εμπόδιο με δυο οπές βομβαρδίζεται από ηλεκτρόνια, κάποια από τα οποία ανακλώνται από το υλικό και κάποια διέρχονται από τις οπές και δηλώνουν την παρουσία τους σε μια οθόνη αποτύπωσης τοποθετημένη από πίσω. Αν στο πείραμα περιλαμβάνεται και η ανίχνευση / καταγραφή της οπής μέσα από την οποία περνά το κάθε ηλεκτρόνιο που τελικά διέρχεται και καταλήγει στην πίσω οθόνη, τότε το κάθε ηλεκτρόνιο συμπεριφέρεται ως ένα απειροελάχιστο σωματίδιο (κάτι σαν σφαιρίδιο). Κι αυτό γιατί παρατηρείται στην οθόνη ανίχνευσης ένα ηλεκτρικό πεδίο συγκεντρωμένο πίσω από την κάθε οπή, το οποίο ισούται με το άθροισμα όλων των πεδίων που αντιστοιχούν σ εκείνα τα ηλεκτρόνια που σαν μικρά σφαιρίδια πέρασαν από τη μία ή την άλλη συγκεκριμένη οπή. Με λίγα λόγια τα ηλεκτρόνια τότε συμπεριφέρονται ως σωματίδια, έχουν δηλαδή τη μάζα τους συγκεντρωμένη σε μια μικρή αλλά συγκεκριμένη περιοχή, όπως κάθε αξιοπρεπές σώμα. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο αν στο πείραμα δεν ανιχνεύεται / καταγράφεται η οπή μέσα από την οποία περνά το κάθε ηλεκτρόνιο. Τότε αντιθέτως το κάθε ηλεκτρόνιο συμπεριφέρεται σαν κύμα. Κι αυτό γιατί παρατηρείται στην οθόνη ανίχνευσης μια κατανομή ηλεκτρικού πεδίου ίδια με αυτή της συμβολής δύο κυμάτων, διερχομένων ταυτόχρονα και από τις δύο οπές. Κάθε ένα δηλαδή από τα ηλεκτρόνια είναι τότε ένα κύμα που παραθλάται (διαμερίζεται) σε δυο κύματα, το ένα από τα οποία περνά από τη μια οπή και το άλλο από την άλλη, και στο τέλος καταλήγουν σε συμβολή.
Το ένα λοιπόν και μοναδικό ηλεκτρόνιο αν μεν "υποχρεωθεί" από τον παρατηρητή, μέσω της διαδικασίας ανίχνευσης και καταγραφής, τότε "είναι" σωματίδιο, αλλιώς "είναι" κύμα. Και μάλιστα στην προσπάθεια να το "ξεγελάσει" κανείς, ανιχνεύοντας την οπή διόδου μετά από την διαδικασία της διέλευσης, μέσω μιας φωτογραφικής πλάκας αποτύπωσης του πεδίου ή ενός συστήματος αποκλίνοντα και συγκλίνοντα φακού εκ των υστέρων μαρτυρίας της αρχικής κατεύθυνσης, η πράξη αυτή της "καθυστερημένης παρατήρησης" του παρατηρητή διαμορφώνει το παρελθόν, το αν δηλαδή το ηλεκτρόνιο πέρασε από τη μια οπή ως σωματίδιο ή και από τις δυο ταυτόχρονα ως κύμα. Αυτή η διαμόρφωση του παρελθόντος των μικροσκοπικών φυσικών οντοτήτων μέσω μεταγενέστερων πράξεων του παρατηρητή θα μπορούσε να οδηγήσει τη φαντασία μας σε μια μακροσκοπική γενίκευση, όπου η εμφάνιση του ανθρώπου στο σύμπαν, ως παρατηρητή, διαμορφώνει σιγά-σιγά μες στους αιώνες μέσω απλών παρατηρήσεων ή συνθετότερων πειραματικών ερευνών την ίδια την ιστορία του σύμπαντος ως πίσω στη Μεγάλη Έκρηξη, όπως υποστηρίζουν κάποιοι κβαντικοί φυσικοί - φιλόσοφοι.
Μήπως γενικότερα η πεποίθηση του παρατηρητή παίζει εξέχοντα ρόλο ακόμη και στα μακροσκοπικά παρατηρούμενα, εφόσον τόσο η κβαντική θεωρία όσο και ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής εισάγουν σε όλα τα φυσικά φαινόμενα την έννοια της πιθανότητας και επομένως όλα τα γεγονότα που παρατηρούμε να επαναλαμβάνονται συνεχώς με ένα συγκεκριμένο τρόπο δεν είναι απολύτως βέβαια, αλλά απλώς πολύ πιθανά; Για παράδειγμα, η ελεύθερη πτώση των σωμάτων, η μετακίνηση των σωμάτων μέσω των γνωστών δυναμικών αλληλεπιδράσεων είτε εξ επαφής είτε εξ αποστάσεως (βαρυτικά ή ηλεκτρομαγνητικά), συμβαίνοντας μόνιμα και απαρέγκλιτα, οδήγησαν στη διατύπωση των
γνωστών νόμων της παγκόσμιας έλξης (βαρυτικού πεδίου) και της ηλεκτρομαγνητικής επίδρασης (Η/Μ πεδίου). Μήπως όμως η στάση των πρώτων ανθρώπων - παρατηρητών διαμόρφωσε μια πρώτη αντίληψη περί των διαφόρων συμβάντων, η οποία αντίληψη πήρε μετά στο νου των πρώτων φυσικών φιλόσοφων (Θαλή, Ηράκλειτου κλπ) και πιο αυστηρά στη συνέχεια στο νου του Γαλιλαίου, του Νεύτωνα και του Einstein τη μορφή αυθύπαρκτων απαρέγκλιτων φυσικών νόμων; Και μήπως αυτοί οι υποτιθέμενοι νόμοι δεν είναι παρά νοητικές μας απόπειρες για την ερμηνεία ενός κόσμου, απείρως πιο παράξενου, που επιτρέπει τα πάντα, ακόμη και τα θαύματα;

Thursday, September 21, 2006

Η έσθισις (εκ του εσθίειν)

Είναι μόνος στη πόλη…
Η πόλη περιτριγυρισμένη από τεράστιες γκαρνταρόμπες.
Ο Βύρωνας (αν και μη λόρδος) με αριστοκρατική φινέτσα αποσαφηνίζει.
Κι ενώ προπορεύεται προς τη δύση θέτει αινιγματικά ερωτήματα:

1. Θα υπάρχω μετά τον θάνατον του Αλκουίνου;
(ο Αλκουίνος εκτός από τον μεγάλο αναμορφωτή της αυλής του Καρολομάγνου είναι και τίτλος τιμής των πιθήκων των εφετείων της Νέας Ζηλανδίας)
2. Ποία είναι η συνέπεια της εσθίσεως αντζουγιών κατά την νηστείαν της εορτής του Αγίου Νέρωνος;
3. Ο Βικέντιος, διάσημος παλαιστής του Lucha libre, έχει ποτέ ερυθρήσει;
4. Τα μέλη μου έχουν και αυτά ψυχήν και που τερματίζεται αυτή η ψυχοδιαίρεσις;
5. Μήπως η σεξουαλική πράξις προ της δύσεως του ηλίου προκαλεί οδοντόπτωσιν;
6. Μήπως η αρσενοκητία (στάσις προσευχής κατά την οποίαν άρρενα κήτη υποδέχονται την ανατολήν του ηλίου) είναι το προστάδιον της αρσενοκοιτίας;
7. Η κατανάλωσις του περιβάλλοντος αέρος αποτελεί αμάρτημα ή δικαίωμα;
8. Επιτρέπεται νυχθημερόν ή τουλάχιστον ημερονυχθόν να παραπέμπω;
9. Εάν εγώ είμαι μέρος του Σύμπαντος, το Σύμπαν τίνος μέρος είναι;
10. Έχω τυχόν μακαρίσει τινά προ του τέλους;

Κανείς δεν μπορεί να μου απαντήσει.
Είμαι μόνος στη πόλη…

Thursday, September 14, 2006

Poem-5

το κορίτσι είναι ένα σύννεφο
το σύννεφο μια ανάσα
η ανάσα ένα ταξίδι
το ταξίδι ένα δάκρυ
και το δάκρυ ένα κορίτσι

Friday, September 08, 2006

Ασφάλειες "ΚΡΟΝΟΣ" (ένα κείμενο μου απ' τα παλιά)

Έκλεισε με θόρυβο η πόρτα πίσω του. Θα είχε αφήσει το παράθυρο της κουζίνας ανοιχτό, σκέφτηκε. Δεν είχε τον χ ρ ό ν ο όμως να γυρίσει. Σε πέντε λεπτά έπρεπε να βρίσκεται οπωσδήποτε στο γραφείο του, γιατί ακόμη και ένα λεπτό καθυστέρηση θα φαινόταν στην κάρτα που χτυπούσε κάθε πρωί, και θα μπορούσε να του στοιχίσει την απώλεια κάποιων χρημάτων ή το λιγότερο κάποιες μουρμούρες και ειρωνείες από τον διευθυντή του. Δούλευε στην μεγαλύτερη ασφαλιστική εταιρία της πόλης, στις "ΑΣΦΑΛΕΙΕΣ-ΚΡΟΝΟΣ", με τον πολύ επεξηγηματικό υπότιτλο "εξασφαλισμένες εκ του ασφαλούς". Ευτυχώς η εταιρία ήταν πολύ κοντά στο σπίτι του, κι έτσι δεν έχανε και πολύ χ ρ ό ν ο.
Περπατούσε πολύ βιαστικά, προσπερνώντας συνήθως τους μπροστινούς διαβάτες, αλλά προς μεγάλη του έκπληξη τον πέρασε με ταχύτητα ένα ζευγάρι, αφήνοντας στ' αυτιά του κάποιες κουβέντες, πολύ μπερδεμένες. Δεν πρέπει να άκουσε καλά. Η πρώτη φράση ήταν "Αυτοί είναι οι στόχοι μου". Για τη φράση αυτή ήταν απόλυτα βέβαιος. Και μετά άκουσε "Ήρθε επιτέλους η ώρα για την ενδελέχεια μου". Η τελευταία λέξη ήταν πολύ ασαφής. Είπε "ενδελέχεια", δηλαδή αδιάπτωτη διάρκεια; Είπε "εντελέχεια"; δηλαδή τον αριστοτελικό όρο για τη μετάβαση από το εν δυνάμει ον στο εν ενεργεία ον, από την ύλη στη μορφή, τον όρο που σήμαινε την τελείωση μιας μορφής, το πέρασμα από την αρχική της δυνατότητα στο τέλος της, στον σκοπό της; Είπε "ανέχεια"; Είπε "απέχθεια";
Δεν έδειχνε και τόσο φτωχός για να είπε ανέχεια, ούτε όμως και τόσο αηδιασμένος ή θυμωμένος για να είπε απέχθεια. Απ' την άλλη όμως δεν είχε και τόσο "intellectuelle profile" για να χρησιμοποιούσε τόσο ακριβείς και ασυνήθιστους όρους, όπως "ενδελέχεια" ή "εντελέχεια".
Κι ενώ σκεφτόταν αυτά, μια γιγαντοαφίσα τράβηξε την προσοχή του. Ήταν μια γυναίκα ολόγυμνη, όρθια αλλά με λυγισμένα τα πόδια που μας κοίταζε (εμάς τους διαβάτες) κλαίγοντας. Το νεανικό της σώμα, ιδίως τα σφριγηλά της στήθη, δεν συμμετείχαν στη θλίψη της, αλλά αντίθετα έδιναν την εντύπωση μιας παρωδίας. Καθώς έκλαιγε, χύνονταν τα δάκρυα της σ' ένα ποτήρι πολύ παράξενο, που το κάτω μέρος του έμοιαζε με αλχημικό σιφόνι, στο οποίο κατακρημνίζονταν τα περιττά ιζήματα. Επρόκειτο για μια διαφήμιση για τα ποτήρια αυτόματου καθαρισμού νερού "ΥΔΑΡΑΓΝΕΣ". Δεν άργησε όμως να πάρει μες στη φαντασία του την προέκταση μιας ολοκληρωμένης αλχημικής εγκατάστασης, με σιφώνια, φίλτρα, σωλήνες, υδρίες, σκόνες, φυσούνια και πυρές διαφόρων μεγεθών και εντάσεων με μοναδικό σκοπό όχι απαραίτητα το χρυσάφι, αλλά σαφώς το τέλειο. Και η πορεία αυτή προς το τέλειο, η εντελέχεια αυτού του αλχημικού εργαστηρίου αρθρώθηκε μέσα του με τη μορφή μιας γυναίκας, της γυναίκας της αφίσας. Τα στήθη της αντιπροσώπευαν την αναρρίχηση της ζωής, και η σχισμή της, όμοια στη φαντασία του με την σχισμάδα του σιφωνίου, σήμαινε την καταβύθιση στο αρχέγονο είναι, όπου οι διακρίσεις έχαναν το νόημα τους.
Χωρίς να το καταλάβει είχε φτάσει μπροστά στην κρυστάλλινη πόρτα των "ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ-ΚΡΟΝΟΣ". Έκανε να την ανοίξει, αλλά η κίνηση του δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί. Ποιοι ήταν όλοι αυτοί εκεί μέσα;

Έβλεπε μες απ' το κρύσταλλο άλλους να παίζουν χαρτιά, άλλους να φρουρούν κάστρα, άλλους να φιλούν στο στόμα κάκτους, άλλους να σπάνε καρύδια, άλλους να αγωνίζονται να επαναφέρουν τον κεκλιμένο πύργο της Πίζας, άλλους να χτυπάνε ντέφια δίνοντας ρυθμό σε δυο μαύρες αρκούδες, άλλους να καταρρέουν από τα γέλια, άλλους να μαστιγώνονται και να τραβάνε τα μαλλιά τους, άλλους να διστάζουν, άλλους να ρουθουνίζουν, άλλους να βγάζουν τους κάλλους τους, άλλους να πετάνε υποβασταζόμενοι από αγγέλους, άλλους να ζητούν ελεημοσύνη, άλλους να στοχάζονται, άλλους να καθαρίζουν πατάτες, άλλους να παίζουν με βόλους, άλλους να εγχειρίζουν έναν πληγωμένο σκύλο, άλλους να ψάλλουν, άλλους να γαργαλάνε μία καρέκλα, άλλους να παρελαύνουν, άλλους να φωτίζουν με φακούς τη φλόγα στο τζάκι, άλλους να ποτίζουν μία βαλίτσα μέσα σε μια γλάστρα, άλλους να βάφουν με ροδόνερο τα νύχια τους, άλλους να ξυρίζονται, άλλους να φωνάζουν "Βοανεργές", άλλους να διακηρύσσουν την πίστη τους στον βασιλέα, άλλους να διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους, άλλους να απαγγέλλουν την άρια του Δημοφάνους, άλλους να χτενίζονται, άλλους να διαβλέπουν, άλλους να πεινάνε, άλλους να τρώνε, άλλους να πυροβατούν (με τα παπούτσια βέβαια), άλλους να αναρωτιόνται, άλλους να συζητούν για την πολυεπίπεδη λογική του Διόδωρου του Κρόνου, άλλους να βρίθουν από οργή, άλλους να τινάζονται από πόνο ή και από ηδονή, άλλους να υπονοούν, άλλους να ξεβουλώνουν μια μπανιέρα, άλλους να μαθαίνουν σανσκριτικά, άλλους να χαμογελούν, άλλους να διυλίζουν μια μέλισσα, άλλους να καταπίνουν έναν ορνιθόρρυγχο, άλλους να σιγοτραγουδούν στη γλώσσα των φελάχων, άλλους να θυσιάζουν προς τιμήν του Άνουβι, άλλους να γνέφουν, άλλους να γνέθουν, άλλους να δοκιμάζουν "ακανθώδη κίναμμον" φτιαγμένο γιαχνί, άλλους να γαλουχούν, άλλους να τραβάνε το τομάρι ενός κουνουπιού, άλλους να απαγγέλλουν Blake, άλλους να ζυγίζονται, άλλους να ισχυρίζονται, άλλους να κατηγοριοποιούν τα πτηνά ανάλογα με τα ράμφη τους, άλλους να βήχουν, άλλους να διαλογίζονται, άλλους να λύνουν τον γόρδιο δεσμό, άλλους να διαλέγουν, άλλους να φτιάχνουν χόρτα, άλλους να διαποτίζουν το είναι τους με απαντοχή, άλλους να ερωτοτροπούν, άλλους να ορειβατούν, άλλους να κεραμουργούν, άλλους να υιοθετούν την άποψη του Άριου περί της φύσεως του θείου Λόγου ως κτίσματος, άλλους να ραδιουργούν, άλλους να ξεσκονίζουν τον πολυέλαιο της Notre Dame, άλλους να πεθαίνουν, άλλους να διακοσμούν, άλλους να τρώνε τσίχλα, άλλους να καθαρίζουν τα τζάμια, άλλους να περιφρονούν, άλλους να αρραβωνιάζονται με ανέμους, άλλους να ιχνηλατούν, άλλους να αντιστέκονται, άλλους να μαγνητίζουν ρινίσματα ξύλου, άλλους να αλείφονται με τη σκόνη των ευγενών ορέων, άλλους να παραμένουν, άλλους να καπνίζουν, άλλους να αναμοχλεύουν τα πάθη τους, άλλους να παριστάνουν, άλλους να ανασταίνουν ασβούς, άλλους να τυμβωρυχούν, άλλους να συμμετέχουν σε φιλανθρωπικά σωματεία, άλλους να είναι και άλλους να χ ρ ο ν ο τριβούν.
Όλα τα άντεξε, αλλά αυτό όχι. Δεν μπορούσε να βλέπει ανθρώπους να αφήνουν το χρόνο τους να κυλάει άσκοπα. Αυτό ήταν γι' αυτόν έγκλημα. Μπήκε μέσα, κατευθύνθηκε προς τον χ ρ ο ν ο τριβούντα, και του είπε με ύφος σοβαρό άμα και φθονερό.
"Δεν έχεις το δικαίωμα. Ο χ ρ ό ν ο ς δεν σου ανήκει".

Copyright by Markos-the-Gnostic

Monday, September 04, 2006

Η άλωση του Μοντσεγκύρ

Οκτώβρης του 1228. Το μεγάλο λεφούσι του Βασιλιά Φρειδερίκου του Β’ γεμίζει με την οχλοβοή και τη βρωμιά του το λιμάνι του Μπρίντιζι. Εκεί ήταν συγκεντρωμένα μια σειρά από δικάταρτα που μαζεύτηκαν από διάφορες νησιωτικές επαρχίες και χώρες ως ο οβολός τους για τον ιερό αγώνα. Και θα ‘ταν ακόμη μεγαλοπρεπέστερος ο στόλος αν δεν είχε προηγηθεί η μεγάλη αντιμαχία του Φρειδερίκου με τον Πάπα Ονώριο Γ’. Μια διαμάχη που συνεχιζόταν επί χρόνια μεταξύ των φεουδαρχών που στηρίζονταν από την κεντρική εξουσία της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και των ανερχόμενων εμπόρων που στηρίζονταν από τον Πάπα, οι Γκιμπελίνοι εναντίον των Γουέλφων. Μια ακόμη διαμάχη οικονομικών συμφερόντων που ενδυόταν πνευματικά ιδανικά, σύμβολα και αξίες. Είχε περάσει ανεπιστρεπτί η σύμπνοια της κοσμικής και της πνευματικής δυναστείας που είχε σφραγίσει πριν από τέσσερις αιώνες ο Λέων ο Γ’ με τον Καρολομάγνο.
Ο υποτιθέμενος σκοπός των Σταυροφόρων παρέμενε ο ίδιος. Η ανακατάληψη της Άγιας Πόλης… Το όνειρο της Χριστιανικής Ιερουσαλήμ κράτησε για ένα περίπου αιώνα και ο Γκοντεφρουά θα παρέμενε στην ιστορία της ως ο μοναδικός ηγέτης Σταυροφορίας, της πρώτης, που διατηρούσε ακόμη κάποια ιδανικά, μη αποδεχόμενος να στεφθεί βασιλιάς αλλά απλά υπερασπιστής των Αγίων Τόπων. Από τότε είχαν οργανωθεί άλλες τέσσερις ακόμη εκστρατείες του Σταυρού, απ τις οποίες μόνο η τρίτη είχε να επιδείξει κάποια επιτυχία, την επικράτηση του Ριχάρδου κατά του Σαλαντίν και την ανακατάληψη της Άκρας.
Στην πέμπτη Σταυροφορία οι Αγιουβίδες άδειασαν και παρέδωσαν την πόλη, χωρίς όρεξη ούτε να πολεμήσουν, αλλά ούτε και να κάνουν κάποια συνθήκη. Και στην Αίγυπτο οι προσπάθειες συνδιαλλαγής με τον αρχηγό των Μαμελούκων, με τη συνδρομή ακόμη και του Φραγκίσκου της Ασίζης, δεν κατέληξαν στο πολυπόθητο αποτέλεσμα.
Και τώρα ο Φρειδερίκος, στα χνάρια του ένδοξου συνονόματου του, του Μπαρμπαρόσσα, ξεκινούσε το γνωστό πια εγχείρημα, μες απ τους γνωστούς θαλάσσιους δρόμους, με προορισμό τα γνωστά λιμάνια, όπου ήλπιζε να μη συμβεί ο γνωστός αποδεκατισμός τους από τους «απίστους».
Ο Κάρολος – Λουδοβίκος από τη Ραβέννα, γόνος μιας παλιάς Λομβαρδικής οικογένειας του Μιλάνου, που είχε τις ρίζες της στη Λωραίνη από τη μια και τη Καρινθία από την άλλη, ακολουθούσε το λεφούσι για λόγους καθαρά προσωπικούς, οι οποίοι κρύβονταν επιμελώς κάτω από τα οικόσημα των πορτοκαλί κρίνων που έστεφαν το μαύρο λιοντάρι.
Αποβιβάστηκε στην Άκρα τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη. Η περιοχή κρατούσε ακόμη τη γλύκα του φθινοπώρου, σε αντίθεση με τις μανιασμένες χιονοθύελλες της πατρίδας του. Ο Κάρολος ο μικρός, όπως τον αποκαλούσαν αστεϊζόμενοι, συγκρίνοντας τον με τον συνονόματό του Καρολομάγνο, έδωσε κάποιες σύντομες εντολές στο σώμα των ιπποτών του, και αναχώρησε με βιασύνη. Η μεγάλη επίθεση άλλωστε, αν γινόταν ποτέ, θα αργούσε πολύ και δε θα συνέβαινε πριν την άνοιξη. Μέχρι τότε οι Σταυροφόροι θα προετοιμάζονταν πυρετωδώς μες στη χλιδή του παλατιού και των περιχώρων της Άκρας, μεθώντας, λοιδορώντας, ασελγώντας τις νύχτες και τεμπελιάζοντας τις μέρες.
Ο Κάρολος, όμως, αν και μικρός, είχε άλλα σχέδια και δεν τον συγκινούσε στο παραμικρό αυτό το άχρηστο ξόδεμα ενέργειας. Παράτησε στον κοιτώνα του, στο παλάτι, την πανοπλία του, φόρεσε τη φτωχική ενδυμασία του προσκυνητή και ξεκίνησε μόνος του προς τα ενδότερα. Συνάντησε πολλούς ανθρώπους στα χωριά και τις πόλεις, και ήταν φανερό ότι είχε ξαναπεράσει από εκεί, καθώς όλοι του φέρονταν σα να ‘ταν δικός τους άνθρωπος.
Τις πρώτες μέρες του Μάρτη έφτασε στη Ναζαρέτ. Τα νέα ήταν καλά. Ο Φρειδερίκος είχε καταφέρει τον Αλ-Καμίλ. Χωρίς να χυθεί καθόλου αίμα, η Ιερουσαλήμ αλλά και όλη η Παλαιστίνη, συμπεριλαμβανομένης της Ναζαρέτ και της Τιβεριάδας, είχαν δοθεί για δέκα χρόνια, μέχρι το 1239, και πάλι στους Ιππότες του Σταυρού. Η Ιερουσαλήμ γέμισε και πάλι από θόρυβο, φωνές και βλαστήμιες, αλλά στα βόρεια, στη Ναζαρέτ τα πράγματα ήταν πιο ήρεμα, πιο ειρηνικά. Εκεί τον περίμενε μια Παλαιστίνια, η Ροάβ, γνωστή του από παλιά. Τον οδήγησε σπίτι της, τον φίλεψε, του ετοίμασε νερό για να κάνει ένα ζεστό μπάνιο και μετά του πρόσφερε το ανατολικό δώμα, για να ξεκουραστεί από τις έννοιες και τα βάρη της εκστρατείας.
Το πρωί ήταν έτοιμος για τη μεγάλη συνάντηση. Όλη η περιοχή γύρω από τη Τιβεριάδα ευώδιαζε. Η αύρα του νερού ανακατεμένη με τη μυρωδιά απ τις βυθισμένες ρίζες και τα μουλιασμένα κλαδιά, του μετέφερε μια γλυκιά νάρκωση. Μια σπηλιά άρχισε να διακρίνεται στο βάθος. Κι εκεί, στην είσοδό της, ένας χείμαρρος από μακριά κατακόκκινα μαλλιά ανάμεσα σε δυο γυμνά πόδια χωμένα στην άμμο. Η Ροάβ τον αποχαιρέτησε και πήρε τον δρόμο του γυρισμού.
Εκείνος κατευθύνθηκε προς τη σπηλιά. Η γυναίκα τον κοίταξε στα μάτια κι άρχισε να πετά βότσαλα σ’ ένα βραχάκι στην όχθη της λίμνης.
Ο ήχος της πέτρας πάνω στην πέτρα με δόνησε σαν να αντήχησε μια καμπάνα μέσα στ’ αυτιά μου. Λιποθύμησα; Πέθανα; Ζούσα;
Όλα εκτυλίσσονταν μέσα σ’ ένα απαλό κόκκινο φως. Ήμουν μέσα της, βαθειά μέσα της. Δεν χόρταινα να ρουφάω τα στήθη της, σαν να γευόμουν όλο τον κόσμο. Οι ρόγες της ήταν όλοι οι καρποί της Γης κι η σχισμή της μια χαράδρα που δε τέλειωνε πουθενά. Εισχωρούσα μέσα της όλο και πιο βαθειά και την ίδια στιγμή εκσφενδονιζόμουν με αβάσταχτη ταχύτητα σ’ ένα βάραθρο, που δεν ήθελα να σταματήσει ποτέ.
Δεν θυμάμαι τίποτε άλλο…
Το άλλο πρωί ξύπνησα στο δώμα της Ροάβ. Ήταν πολύ χαρούμενη. Περίμενε επί ώρες ν΄ ανοίξω τα μάτια μου. Με φίλησε και μου ‘φερε να πιω ένα παχύ κάτασπρο γάλα.
- Είμαι πολύ χαρούμενη που σε δέχτηκε. Κι εσύ μη λησμονήσεις ποτέ πως είσαι από τους λίγους που ενώθηκαν με τη Νύμφη του Κυρίου. Είσαι πλέον ένας από τους μυστικούς του αδελφούς, εκείνους που αλλάζουν τον κόσμο και παίρνουν σαν αντίδωρο το θάνατο.
Είχε απόλυτο δίκιο. Χάρη στο βίωμα αυτό άντεξα τον τρομακτικό πόνο. Ήταν Μάρτης στο Μοντσεγκύρ. Μετά από εννιά μήνες ασφυκτική πολιορκία, δεν βαστάξαμε άλλο πια. Οι στρατιώτες του Λουδοβίκου, που αποκαλέσατε αργότερα Άγιο, μπήκαν λυσσασμένα στο φρούριο για σάρκα και αίμα. Ο λεγάτος του Πάπα παρακολουθούσε συγκινημένος την εκτέλεση της «θείας» του αποστολής. Μέσα σε λίγη ώρα μας είχαν δέσει σε πασάλους, κι άρχισαν ν’ αραδιάζουν μπροστά στα πόδια μας φρεσκοκομμένα ξύλα και φρύγανα για μας που μας αποκαλούσαν καθαρούς. Τι ειρωνία! Τουλάχιστον δεν παραποίησαν το όνομα μας.
Καθώς οι φλόγες με έγλυφαν, εγώ βυθιζόμουν στην απύθμενη χαράδρα της Νύμφης του Κυρίου μου…

Copyright by Markos-the-Gnostic

Tuesday, August 29, 2006

Το βασίλειο των νεφών

Τελικά η λεπτομερής, εμπεριστατωμένη και εμβριθής ανάλυση του σχηματισμού και της μορφολογίας των νεφών απομάκρυνε την ανθρωπότητα από τη μοναδική αλήθεια περί της φύσεως του Θεού που είχε συλλάβει διαισθητικά από τα βάθη των αιώνων. Τόσο ο Ιεχωβά, όσο και ο Ζευς, είχαν την έδρα τους και την εστία της δράσης τους εν μέσω των νεφών.
Τι αφέλεια!!! Είπαν όλοι μετά την καταγραφή και ερμηνεία των μετεωρολογικών φαινομένων. Κι έτσι ο Θεός μετατοπίστηκε στα βάθη των ουρανών, πέραν των νεφών, πέραν της οπτικής ικανότητος των ανθρωπίνων οφθαλμών αλλά και των τελειότερων τηλεσκοπίων.
Κι όμως τι ειρωνία!!! Ο Θεός βρισκόταν και βρίσκεται και θα βρίσκεται αιώνια κυριολεκτικά εν μέσω των νεφών, για την ακρίβεια είναι η πεμπτουσία των νεφών, ο μορφοποιητικός παράγων του σχηματισμού τους από μικροσκοπικούς κρυστάλλους υδρατμών σε αλληλο-συνδεόμενες αλύσους που ακολουθούν αυστηρά χαοτικά φρακταλικά πρότυπα, καθώς και ο κινητικός παράγων που καθορίζει τις συστροφές και τις κατευθύνσεις των κινήσεων τους. Η χαοτική επανάληψη του βασικού μοτίβου δημιουργεί την απειρία των μορφών μέσα από μια ευλιγισία προδιαθέσεων.
Ο νεφεληγερέτης Ζευς όχι μόνο κινεί τα νέφη αλλά είναι ο ίδιος αυτός τα νέφη, οι κρύσταλλοι, το ύδωρ και τα μορφοπλάσματά του.
Μες απ τις κινήσεις των νεφών υποδηλωνόταν ο χρόνος και γι αυτό παλιότερα ο Ζευς αποκαλείτο Κρόνος. Η απεραντοσύνη των νεφών ταυτιζόταν με την απαραντοσύνη του ουρανού και για αυτό παλιότερα ο Κρόνος αποκαλείτο Ουρανός. Και το νυχτερινό βάθος του Ουρανού με τα άπειρα αστέρια αποκάλυπτε τους άπειρους σπερματικούς λόγους, και για αυτό παλιότερα ο Ουρανός αποκαλείτο Νυξ. Η Νυξ έγινε Ουρανός, ο Κρόνος Ζευς και ο Ζευς Νέφη.
Η μόνη ουσιαστική, κυριολεκτική και μη ψευδαισθησιακή θρησκεία είναι η βροχοποιητική. Άλλωστε το δίδαξε και ο Κύριος «Πάτερ ημών ο εν τοις Ουρανοίς, ελθέτω η βασιλεία σου ως εν Ουρανώ και επί της Γης». Και όντως η βροχή γονιμοποιεί τη Γη κι η Γη μάς γεννά και μάς τρέφει δια παντός.

Copyright by Markos-the-Gnostic

Friday, August 25, 2006

Η Τζίνα, η Πόλυ κι η Μαρί δεκαεννιά ετών

... ένα σμικρό διήγημα του ημιώρου κατά παραγγελίαν ενός νέου και μιας νέας δεκαεννέα ετών

Μόλις είχαν βγει απ την αίθουσα του σινεμά. Είχαν πάει στον Απόλλωνα και είδαν τους Εραστές του Μινέ.
Η Τζίνα, εκνευρισμένη, περίμενε αφορμή για καυγά. Η Πόλυ συγκινημένη αλλά και στεναχωρημένη απ την έκβαση της ταινίας. Η Μαρί, η μόνη χαρούμενη, γιατί σε λίγο θα συναντούσε τον αγαπημένο της.
Τζίνα: Παιδιά σας άρεσε;
Πόλυ: Πολύ συγκινητικό, πολύ ευαίσθητο, αλλά δε θα ΄θελα να ΄μαι στη θέση της.
Τζίνα: Μαλακίες.
Πόλυ: Δηλαδή;
Τζίνα: Ήταν όλο μια μαλακία. Γιατί δηλαδή όλοι οι μαλάκες να μη δεσμεύονται και ‘μεις να γαμιόμαστε στον έρωτα και τη στεναχώρια;
Πόλυ: Δε ξέρεις τι λες. Ποιος δε δεσμευόταν; ο Ζαν; που είχε ξεσκιστεί στη ζήλεια και τη προσκόλληση; Ο Ζαν που δεν την άφηνε ούτε στιγμή, κι όταν είδε το βλέμμα της πάνω στον Φιλίπ, γαμήθηκε στις μπύρες, μέχρι που ξέρναγε όλη νύχτα. Και μετά της είπε ότι κόντευε να χάσει τα λογικά του κι ότι αν την ξανάβλεπε να κοιτάζει άλλον, θα χανόταν από προσώπου γης.
Τζίνα: Ρε εσύ δεν είσαι καλά. Αυτός δεν πήγαινε με τη φίλη της την Ανν; Αυτός δεν έβγαινε κάθε Κυριακή με την άλλη φίλη της, τη Σουζάν; Κι εκείνη, η βλαμμένη να είναι τρελά ερωτευμένη μαζί του... Εντάξει δε λέω, ήταν και πολύ παιδί, οπότε αυτή η καημένη ήλπιζε ότι κάποια μέρα θα τέλειωνε με όλες τις άλλες για να ξαναγυρίσει κοντά της.
Πόλυ: Αχ, η ζήλεια του δεν τον άφηνε σε ησυχία. Της έκανε συνέχεια σκηνές για κοινούς φίλους που δήθεν εκείνη συνεχώς φλέρταρε, για δήθεν φιλιά, για δήθεν περιπτύξεις, για δήθεν αγκαλιές, που κατοικούσαν μόνο μες στο μυαλό του.
Τζίνα: Και να ‘ταν μόνο η Ανν και η Σουζάν… Η καημένη έπρεπε να υπομένει κι εκείνα τα βράδυα στο ‘Tonic Sardin’, τα ατέλειωτα βλέμματα που διασταυρώνονταν ανάμεσα στον Ζαν και τα κορίτσια των διπλανών τραπεζιών. Κι εκείνο το μαρτύριο της τουαλέτας, να τον ακολουθεί κάποια εντελώς τυχαία και μετά από πέντε λεπτά να βγαίνει αναμαλλιασμένη κι ο Ζαν ατάραχος να επανέρχεται στη θέση του, σαν να μην έχει συμβεί το παραμικρό…
Πόλυ: Κι όταν έκαναν έρωτα, εκείνη αφημένη στην αγκαλιά του να του χαρίζει απλόχερα ηδονή κι ο Ζαν, μετά από μια ανάπαυλα ευτυχίας, να γρινιάζει χωρίς σταματημό, για λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ, για γεγονότα που δε συνέβησαν ποτέ…
Τζίνα: Και σαν να μην έφτανε αυτό. Την ίδια τη μέρα των γενεθλίων της, μεθυσμένος, πήρε μπροστά σ όλους απ το χέρι την Ανν, κλείστηκαν για μια ώρα στη κρεβατοκάμαρα και μετά ούτε γάτα ούτε ζημιά… Κι όσο σκέφτομαι ότι όλα αυτά τα υπομένει εκείνη από έρωτα, ναι έρωτα, αυτό που αυτοί οι γαμιόληδες δε θα νιώσουν ποτέ…
Από μακριά φάνηκε ο Ζαν. Η Μαρί έτρεξε με λατρεία στην αγκαλιά του. Δεν πέρασε ούτε ένα λεπτό και τα σύννεφα της ζήλειας έκαναν και πάλι την εμφάνισή τους στον ορίζοντα, ρωτώντας την επίμονα ποιον είδε στο σινεμά. Και την ίδια ώρα έκλεινε τη μάτι στη Τζίνα, θέλοντας να γεμίσει το αυριανό βράδυ, που δε θα ‘βγαινε με τη Μαρί.

Copyright by Markos-the-Gnostic

Saturday, August 19, 2006

Illusion-1

Νόμιζα ότι είδα κάτι με την άκρη του ματιού μου. Σκέφτηκα όμως πως μάλλον θα το φαντάστηκα. Η περιφερειακή όραση δεν είναι ποτέ απόλυτα αξιόπιστη. Αλλά και η ίδια η όραση τι μας δείχνει άραγε;
Ήμουν καθισμένος στη πολυθρόνα μου. Το δωμάτιο ήταν πολύ σκονισμένο. Ανοιγμένα βιβλία παντού. Μισοδιαβασμένα, αποτέλεσμα μιας έρευνας ανοιχτής και κοπιαστικής. Ένας σκύλος με καφέ φουντωτά αυτιά είχε κουρνιάσει στη διπλανή πολυθρόνα. Κάποιος δίπλα μου που ήμουν εγώ προσπαθούσε να προσδιορίσει μέσα του μια αδιόρατη προσμονή που διαχεόταν μες στο δωμάτιο.
Ήμουν καθισμένος στη πολυθρόνα μου. Το δωμάτιο έλαμπε από φως. Μια κοπέλα είχε πλαγιάσει νωχελικά στο διπλανό καναπέ. Με κοιτούσε στα μάτια περιπαιχτικά. Κάτω στο πάτωμα, γύρω απ το καναπέ, πεταμένα φουντούκια, άλλα σπασμένα, άλλα ολόκληρα, άλλα σκέτα τσόφλια. Μου χαμογέλασε εμφανώς, και τότε κάποιος που ήμουν εγώ της προσέφερε μια τεράστια μαργαρίτα. Εκείνη πήρε με ικανοποίηση τη μαργαρίτα στο χέρι της, και τότε φύτρωσε μες απ τη μαργαρίτα ένα ρολόι, ένα παλιό γερμανικό ξύλινο ρολόι, που οι δείκτες του ήταν στάχυα.
Ήμουν καθισμένος στη πολυθρόνα μου. Το δωμάτιο ήταν πελώριο, γεμάτο από βαριά έπιπλα, στυλ μπαρόκ. Τρία αγοράκια έπαιζαν κρυφτοκυνηγητό. Οι υποψήφιες κρυψώνες τους ήταν πολλές κι οι φωνές τους ακόμη περισσότερες. Μια άναρχη ζωτικότητα είχε πλημμυρίσει το δωμάτιο. Γρήγορα όμως τα παιδιά μεγάλωσαν κι η αφέλεια μετατράπηκε σε περίσκεψη.
Δεν ήμουν καθισμένος στη πολυθρόνα μου γιατί δεν υπάρχει καμιά πολυθρόνα σπίτι μου. Ήμουν όρθιος μπροστά στο νιπτήρα του μπάνιου. Κι όσο έπλενα τα δόντια μου μες απ την άκρη του ματιού μου γεννιόντουσαν κόσμοι. Σταμάτησα να κρυφοκοιτάζω. Αποφάσισα να βλέπω σταθερά μπροστά, μες απ τη κόρη του ματιού μου. Και τότε σε είδα γλυκιά μου να ‘ρχεσαι προς το μέρος μου. Κινήθηκα να σ αγκαλιάσω. Ήταν αδύνατο. Ήσουν μόνο μες στο καθρέφτη.

Copyright by Markos-the-Gnostic

Friday, July 28, 2006

Ο γαλάζιος σπουργίτης



Μόλις είχα αρχίσει να ξύνω με το ράμφος μου μια σχοινοτενή ακολουθία από παλιές τοιχογραφίες που είχαν καλυφθεί απ το χώμα και έβλεπα γεμάτος έκσταση τα χρώματα και τα σχέδια που ξεδιπλώνονταν σαν να γεννιούνται εκείνη τη στιγμή από τη δημιουργό πνοή που φυσούσε απαλά πάνω στην επιφάνεια του εδάφους…
Ο Αχιλλέας στη κηδεία του Έκτορα μες στην Αγια Σοφιά, ο Σίσυφος καθώς ανεβάζει τον βράχο ενώ τον παρακολουθεί αινιγματικά η Μαρία η Αιγυπτία, η Μαρία η Μαγδαληνή να πηδά στα ταυροκαθάψια και ο Μινώταυρος να την κοιτάζει χαιρέκακα, ο Απόλλωνας κι η Δάφνη να φιλιούνται με πάθος και τα μαλλιά τους να σκαλώνουν στα καρφιά του Εσταυρωμένου, η Παναγία κοιμωμένη και δίπλα της ο Ηρακλής με τη φαρέτρα να χτυπά τους διαβόλους που ήρθαν κι αυτοί να την προσκυνήσουν, η Αριάδνη να βοηθά με το κουβάρι της τον Χριστό δείχνοντάς του τους δρόμους των απόκληρων του Κάτω Κόσμου, ο Περσέας να γεννιέται από τη χρυσή βροχή του Δία και δίπλα του να μαλώνουν ο Πέτρος κι ο Ιωάννης για την πρωτοκαθεδρία, ο Μωυσής να κλαίει δίπλα στη σβησμένη βάτο απογοητευμένος που δεν πρόλαβε την παρουσία του Θεού, ο Ορφέας να σπάει απ΄ τα νεύρα του τη λύρα του καθώς πάντα του ξεφεύγει ο πρώτος – πρώτος ήχος της Δημιουργίας, δυο δεινόσαυροι να αγναντεύουν ο ένας τον άλλον κι ανάμεσα τους να τους ευλογεί σκαρφαλωμένος πάνω στον στύλο του ο Συμεών ο Στυλίτης, ο Σωκράτης αναψοκοκκινισμένος απ’ το πολύ κρασί να ρητορεύει για την επίδραση του ερυθρού οίνου στις παλλακίδες του Τάραντα, η Κλεοπάτρα να δηλητηριάζει το φίδι και γύρω της οι Παίδες εν Καμίνω, ο Βούδδας να κάθεται δίπλα στον Νώε κηρύσσοντας τη νιρβάνα στα ζώα της Κιβωτού, ο Νέρωνας να βαπτίζεται χριστιανός από τον Παύλο την ίδια ώρα που οι χριστιανοί πυρπολούν τη Ρώμη, ο Τζιορντάνο Μπρούνο να διδάσκει μες από την πυρά το δόγμα της Αγίας Τριάδος και γύρω του οι καρδινάλιοι να κρέμονται από τα χείλη του, ο Χριστός εκνευρισμένος που δεν τον καταλαβαίνει κανείς να στρέφεται προς τον Ιούδα παρακαλώντας τον να τον προδώσει για να γλιτώσει επιτέλους απ’ αυτόν τον κόσμο, ο Θησέας να ορμά στον Προκρούστη πού τραβά τον Εσταυρωμένο για να τον κόψει στα δύο, η Άρτεμις καβάλα στην δορκάδα να κυνηγά τον Άγιο Αντώνιο που την κρυφοκοιτάζει με πόθο, ο Ερμής να πετά μες στις κατακόμβες φέρνοντας τα μηνύματα των χαρούμενων θεών στους οπαδούς του μαρτυρίου και του πόνου, η σύντροφος του Κυρίου να χαμογελά, καθώς τα μακριά κατακόκκινα μαλλιά της συμπλέκονται ερωτικά με τα στήθη της, και δίπλα της ένας σπουργίτης με γαλάζια ουρά, εγώ ο ίδιος.

Copyright by Markos-the-Gnostic

Sunday, July 23, 2006

poem-4

τρίβοντας τα πόδια της νωχελικά στην άμμο
κι οι κόκκοι
στα κοιλώματα αναμεσών των δαχτύλων της
κι η θάλασσα
προσπαθώντας να κλέψει την άμμο
φιλώντας ηδονικά τ’ ακροδάχτυλα της
κι εγώ
να προσμένω το κύμα
να φέρει στο στήθος μου
μια γεύση απ το κορμί της
διασκορπισμένη πάνω στους σμικροτάτους κόκκους

Monday, July 03, 2006

Η χάρις του γέλωτος

- Τέλος πάντων, καλά, ας μείνουμε για λίγο καιρό μακριά.
ΔΙΑΓΡΑΦΗ
- Σε σκέφτομαι συνέχεια
ΔΙΑΓΡΑΦΗ
- Κάνεις λάθος δε σε έγραψα στα τέτοια μου.
ΔΙΑΓΡΑΦΗ
- Γιατί, κι εσύ όταν ερεθίζεσαι δε με παίρνεις τηλέφωνο;
ΔΙΑΓΡΑΦΗ
- Φυσικά και υπάρχεις κι εσύ. Δεν είμαι μόνος μου στη σχέση.
ΔΙΑΓΡΑΦΗ
-Δε καταλαβαίνω τη φράση σου «πάντα καυλώνουμε και ξεκαυλώνουμε όπως και όποτε γουστάρεις εσύ».
ΔΙΑΓΡΑΦΗ
-Τι θες να πεις;
ΔΙΑΓΡΑΦΗ
-Νάρθω; Φαντάζομαι ότι είμαι ανάμεσα στα βυζάκια σου και τα γλύφω.
ΔΙΑΓΡΑΦΗ

Αφού διέγραψε σε αντίστροφη χρονολογική σειρά όλα τα sms για να μη του θυμίζουν τίποτα από τη σχέση του με τη Μαρία, έπεσε στο κρεβάτι, και μεταξύ ύπνου και ξύπνιου άρχισε να βυθίζεται σε ένα ταυτόχρονο απολογισμό και διαλογισμό της ζωής του αλλά και γενικότερα της ανθρώπινης ή μάλλον ακριβέστερα της ανδρικής φύσης.
Είχε φτάσει στα όριά του. Ένιωθε ότι η ζωή του είχε γίνει κόλαση λόγω της πανταχού παρούσας γυναικείας παρουσίας. Συζούσε με τη Νάνσυ, μια κοπέλα όμορφη, με καταπράσινα μάτια, αλλά δεν του αρκούσε. Ένιωθε να πολιορκείται από τις γυναικείες μορφές και να καταπιέζεται διαρκώς από μια υποτιθέμενη υποχρέωση του να τις κατακτά. Γιατί άλλωστε να υπάρχει στον κόσμο διάχυτη η ομορφιά με τη μορφή διαφόρων γυναικών αν όχι για να τις κάνει δικές του, να αναγνωρίσουν την αξία του, τέλος πάντων να του δώσουν την πρέπουσα σημασία. Και πολλές απ’ αυτές τις κατάφερνε. Και σύντομα έφτανε στην πολυπόθητη είσδυση, σύντομα γιατί περίμεναν και πολλές άλλες και ο χρόνος ήταν περιορισμένος.
Ποια ήταν η εντύπωση που έδινε στις κοπέλες που έπεφταν στην παγίδα του ή στη γοητεία του ή έστω στην ανάγκη του. Όλες μηδεμιάς εξαιρουμένης, προσβάλλονταν. Άλλες τον έβριζαν, άλλες έκπληκτες προσπαθούσαν αδίκως να καταλάβουν τι είχε συμβεί. Γιατί μετά την ερωτική συνεύρεση ψυχραινόταν, χανόταν για ένα διάστημα και εμφανιζόταν μετά από καιρό, αν δεν είχε συλλάβει κάποιο νέο θήραμα εκείνη την εποχή, πέραν βέβαια της σταθερής του αγαπημένης, η οποία έπαιζε προφανώς τον ρόλο ενός ακλόνητου υπαρξιακού σημείου αναφοράς.
Ο Νίκος Καλόμοιρος, αρχαιολόγος, με ειδικότητα στην έρευνα και την καταγραφή των ενάλιων αρχαίων μνημείων και καταβυθισμένων θησαυρών, ήταν και ακούραστος μελετητής των αρχαίων κειμένων. Προσπαθούσε να καταλάβει, με αφορμή αυτή τη ψύχωση που είχε για τη γυναικεία ομορφιά, τι σήμαινε για τον άνθρωπο το μορφικό κάλλος. Και μάλιστα τι σήμαινε για τον άνθρωπο του αρχαίου κόσμου, τότε που θεμελιωνόταν η λογική σχέση των ιδεών που συγκροτούσαν την αντίληψή του. Και αν συνδέεται το μορφικό κάλλος, το ωραίο, το αρχαιοελληνικό καλόν, με το ηθικό κάλλος, το καλό, το αρχαιοελληνικό αγαθόν.
Συνήθης πρακτική των αρχαίων ήταν να ενοποιούν τις έννοιες, ωσάν να πρέπει όλα τα θετικά γνωρίσματα να συναποτελούν το όντως όν, το οποίο έτσι αποκτά τη θέση της πηγής της ζωής και της δύναμης, και προς το οποίο μπορεί να απευθύνει τις τυχόν απαιτήσεις του ή και τα παράπονά του. Άγια ησυχία επικρατούσε στη ψυχή των αρχαίων. Όλα σε τάξη και αρμονία, από τη στιγμή που ταυτοποιήθηκαν με ονόματα και εμπλουτίστηκαν με γνωρίσματα.
Αλλά ο παράδεισος στην ανθρώπινη ψυχή δεν κράτησε για πολύ, και άρχισαν να ξεφυτρώνουν ο σκεπτικισμός, τα συναισθήματα και οι αμφιβολίες. Κυρίως το συναίσθημα, ανεξέλεγκτο και απρόβλεπτο, έμελλε να διαταράξει το παν. Ο άνθρωπος αβέβαιος για όλα, άρχισε να αναζητά αισθητούς σωτήρες, ενώ μέχρι τότε ήταν βέβαιος για μια αόρατη πραγματικότητα, ως πηγή και καταφυγή των σκέψεων, των πράξεων και των οραμάτων του.
Το συναίσθημα, και ιδίως το βλαβερότερο όλων, ο έρωτας, κήρυξε την επανάσταση ενάντια στην αρμονία του πνεύματος, εξυμνώντας παράξενα πράγματα, τη σάρκα, παρόλο που φθείρεται, τον πόθο που κατατρώει σα σκουλήκι την ανθρώπινη ψυχή και την ηδονή, μια άλλη δηλαδή μορφή του πόνου.
Ο Νίκος ήταν αποφασισμένος. Ήθελε να καταργήσει το βασανιστήριο της επίδρασης που ασκούσε πάνω του η γυναικεία μορφή, διαλογιζόμενος γενικότερα πάνω στη φύση της μορφής και του ωραίου. Και τότε θυμήθηκε ένα παλιό φίλο, τον Πλωτίνο που είχε ασχοληθεί σε βάθος με τη φύση του ωραίου στις Εννεάδες. Είχε πέσει με τα μούτρα στη μελέτη του Πλωτίνου πριν πέντε χρόνια για ένα άλλο θέμα που κατ’ εξοχήν είχε απασχολήσει τους νέο-πλατωνικούς, τη σχέση του Ενός με το Όν. Και τότε είχε προσέξει ότι ενώ τα κείμενα του Πλωτίνου είχαν εκπληκτική δύναμη και βάθος, ο συλλογέας τους, ο μαθητής του ο Πορφύριος, μάλλον τα είχε ανακατέψει είτε λόγω περιορισμένης κατανόησης είτε γιατί ήθελε να δυσκολέψει τους επίδοξους μελετητές, θεωρώντας ότι ο πραγματικός φιλόσοφος δεν παίρνει έτοιμα κείμενα, αλλά ερεθίζεται από σκόρπιες ή ακόμη και ημιτελείς φράσεις για να φτάσει στη δική του ολοκληρωμένη πρόταση.
Ο Νίκος όμως βιαζόταν. Δεν είχε τον απεριόριστο χρόνο των φιλοσόφων, αλλά μόλις μια νύχτα, γιατί από αύριο ήθελε να ξυπνήσει άλλος άνθρωπος, κυρίαρχος του πλατωνικού άρματος του Φαίδρου και όχι ποδοπατούμενος από τα άλογα του πόθου και της επιθυμίας. Και κατέφυγε στον πιο βαθύ μελετητή του Πλωτίνου, αυτόν που ξεδιάλυνε τις απόψεις του περί του ωραίου, ανατρέχοντας σε στίχους άλλοτε πλεοναστικούς και άλλοτε φαινομενικά αντιφατικούς, τον Βιζυηνό. Η διδακτορική του διατριβή, “Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω” έγινε γι’ αυτόν εκείνη τη νύχτα ο πιο πολύτιμος βοηθός του.
Ξεφύλλισε το Γ’ Κεφάλαιο της Διατριβής με τίτλο “Το καλόν δεν είναι η συμμετρία”, όπου ο Βιζυηνός θεωρεί ότι ο Πλωτίνος υποστηρίζει ότι η θεωρία της συμμετρίας ως πηγής του καλού (δηλαδή του ωραίου) είναι ανεπαρκής, καθώς τα κατέχοντα την συμμετρία άλλοτε φαίνονται ωραία και άλλοτε όχι. Ο καθοριστικός παράγοντας κατ’ αυτόν είναι η εκδηλούμενη στη μορφή ψυχική έκφραση και «όσω αγαθοειδεστέρα η έκφρασις τόσω μείζον το κάλλος και τανάπαλιν». Επίσης, τονίζοντας τη σημασία του ρεύματος της ζωής, αναφέρει τα εξής: «σύμμετρα και καλά πρόσωπα, ενόσω μεν εμψυχούνται και υποστηρίζονται υπό της εν αυτοίς κυκλοφορούσης ζωής, είναι καλά. Ευθύς όμως ως επέλθη ο θάνατος, και πολύ πριν ή αι φυσιολογικαί των σαρκών αλλοιώσεις φθείρωσι τας συμμετρίας, σβέννυται το φέγγος του επ’ αυτών κάλλους, μέχρι μικρού τινος ίχνους μόλις υπολειπομένου». Άλλωστε, «αισχίων ζων καλλίων του εν αγάλματι καλού».
Είναι σαφές ότι ο Πλωτίνος και κατ’ επέκταση ο Βιζυηνός υποστήριζε ότι το ωραίο αποτυπώνεται στη μορφή από το αγαθό, μια δύναμη βαθύτερη από το ωραίο και πλησιέστερη στην αρχή του παντός.
Και καταλήγει προς το τέλος της διατριβής του, ερμηνεύοντας τον Πλωτίνο, ότι «ο ερών φέρεται προς το ερώμενον ελκόμενος ουχί υπό του εξωτερικού αυτού κάλλους, αλλ’ υπό της μυστηριώδους εν αυτώ παρουσίας της του Αγαθού δυνάμεως» και «όσω ακαταληπτότερον, όσω αοριστότερον είναι το όπισθεν των ωρισμένων χαρακτηριστικών του ερωμένου μαντευόμενον κάλλος του Αγαθού, τόσον ακαταμάχητον το θέλγητρον, τόσον ακατάσχετος ο πόθος».
Αυτή η τελευταία φράση αποτέλεσε την καθοριστική έμπνευση για το Νίκο. Ο πόθος είναι πιο ακατάσχετος και το θέλγητρο πιο ακαταμάχητο όσο πιο ακατάληπτο και αόριστο είναι το υποκρυπτόμενο κάλλος. Πράγματι δεν ήταν ένας συγκεκριμένος τύπος γυναίκας που είλκυε το Νίκο. Δεν είχε ιδιαίτερη προτίμηση στις ανοιχτόχρωμες ή τις μελαχρινές, τις υψηλόσωμες ή τις μικροκαμωμένες. Τον είλκυε η ίδια η φύση της γυναίκας, μια μαγεία πέρα από τις δυνάμεις του. Ήθελε να τον κατασπαράζουν, να τον παίρνουν βαθιά μέσα τους μεταφέροντάς τον στο αρχέγονο είναι, να τον φιλούν παντού αγγίζοντας κάθε κύτταρό του με το υπερκόσμιο μάννα, να τον χαϊδεύουν με τα στήθη τους τρέφοντάς τον με μια ανεξάντλητη γονιμότητα. Το γυναικείο κάλλος ήταν γι αυτόν ακατάληπτο και αόριστο κι έτσι θα παρέμενε για πάντα.
Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι. Του ήρθε μια ακατάσχετη όρεξη να περπατήσει μόνος μες στη νύχτα. Το φεγγάρι έριχνε μια ασημένια ακτινοβολία στο πλακόστρωτο. Αισθάνθηκε απελευθερωμένος. Τι είχε άραγε ανακαλύψει; Ίσως και τίποτε. Ίσως απλώς να αποδέχτηκε την πραγματικότητα.
Δυο κορίτσια, το ένα ξανθό και το άλλο μελαχρινό κάθονταν σ ένα σκαλοπάτι ενός εγκαταλελειμμένου σπιτιού και έπιναν μπύρες. Κάτι ψιθύρισε η μια στην άλλη, δείχνοντάς τον Νίκο, και τότε η άλλη έβαλε τα γέλια.
«Ποτέ δεν ήκουσα νεάνιδα γελώσαν τόσον ευήχως, τόσον αρμονικώς. Ποτέ δεν εγνώρισα γέλωτα περιέχοντα τόσην έκφρασιν, τόσην ρητορικήν ακρίβειαν και ποικιλίαν… Θα έλεγες ότι εν αυτή το έργον του γελάν δεν ήταν ανατεθειμένον εις τα σαρκικά νεύρα και τας φυσιογνωμικάς του σώματος κινήσεις, αλλ΄εξετελείτο απ’ αρχής μέχρι τέλους παρ’ αυτής της ψυχής επί των χορδών μυστηριώδους τινος μουσικού οργάνου, τουθ’ όπερ έκαμνε τον γέλωτα της παρθένου να είναι εκφραστικώτερος, μουσικώτερος, αϋλώτερος πάσης ενάρθρου φωνής και λογικής γλώσσης».

Copyright by Markos-the-Gnostic

Saturday, June 24, 2006

Περί του τυχαίου

Πολλές φορές ακούω γύρω μου τη ρήση : «τελικά είναι όλα τυχαία». Για να απαντήσεις όμως στο ερώτημα αυτό, πρέπει προηγουμένως να απαντήσεις σε ένα πρωταρχικότερο ερώτημα «τι είναι αυτό που αποκαλούμε τύχη και τυχαίο;». Γιατί αν δεν προσδιορίσουμε τι εννοούμε τυχαίο πώς θα αποφανθούμε αν κάτι ή όλα είναι τυχαία.

Οπότε για πείτε καμιά γνώμη...

Τέλος πάντων ας αρχίσω εγώ.
Τυχαίο είναι αυτό που δεν έχει προκύψει από το σχέδιο ενός έλλογου όντος ή ευρύτερα που δεν ακολουθεί κάποιο νόμο.
Εμείς οι άνθρωποι όμως σχεδιάζουμε και δρούμε. Τα αποτελέσματα της δράσης μας έχουν συνέχεια και συνοχή από τη στιγμή που ενεργούμε αποσκοπώντας σε κάτι. Άρα ήδη εντοπίσαμε πράγματα μη τυχαία, και επομένως η πρόταση «όλα είναι τυχαία» είναι σίγουρα ψευδής.

Τι συμβαίνει όμως αν περιορίσουμε την έρευνα μας σε όσα συμβαίνουν γύρω μας χωρίς τις δικές μας παρεμβάσεις. Υπάρχουν άραγε τέτοια ‘καθαρά’ αντικείμενα και γεγονότα ‘απογυμνωμένα’ από τον παρατηρητή; Ή μήπως από τη στιγμή που ρίχνουμε την προσοχή μας σε κάποιο πράγμα Α, ήδη αυτό δεν είναι Α αλλά είναι Α+Π (όπου Π ο παρατηρητής); Η ίδια η διαδικασία της προσοχής, της αντίληψης και της κατανόησης των πραγμάτων γύρω μας συσχετίζει το είναι τους και το είναι μας.
Γι αυτό άλλωστε νιώθουμε ότι όλα συνωμοτούν υπέρ μας ή εναντίον μας γιατί δεν υπάρχει κάτι από αυτά στα οποία εστιάζουμε την προσοχή μας που δεν περνά μέσα από το προσωπικό μας φίλτρο, το φίλτρο του παρατηρητή.
Συσχετίσεις, συνδέσεις, συνειρμοί του νου μας προβάλλονται πάνω στα πράγματα που μας αφορούν και έτσι καθίστανται συσχετίσεις και συνδέσεις μεταξύ των αντικειμένων.
Θα έλεγε τότε κανείς ότι τα συμβαίνοντα γύρω μας χωρίς την επέμβασή μας είναι αντικειμενικά τυχαία, απλά εμείς τους προσδίδουμε συνδέσεις. Το ερώτημα όμως είναι βαθύτερο. Θεωρούμε αφαιρετικά ότι είναι δυνατή η ύπαρξη αντικειμένων πέραν της έμβιας αντίληψης και παρατήρησης. Και μπορούμε μάλιστα να υποστηρίξουμε ότι υπήρχε και μια ιστορική περίοδος κατά την οποία εκτείνονταν βράχια, βουνά και ποτάμια χωρίς κάποιον να τα παρατηρεί. Κι όμως αυτό δε συνέβη ποτέ. Ήδη ο προσδιορισμός τους ως βράχια, βουνά και ποτάμια δείχνει το υποκρυπτόμενο και εκ των υστέρων τιθέμενο ανθρώπινο βλέμμα. Μπορεί να το πάμε ακόμη πιο ακραία. Δεν υπήρχαν βουνά αλλά συσσωματώματα πρωτονίων, νετρονίων και ηλεκτρονίων σε διάφορες δομές ή υποπυρηνικά σωματίδια, λεπτόνια, μποζόνια κλπ. Όλα όμως αυτά είναι ερμηνείες και ετικέτες του ανθρώπινου νου.
Δηλαδή δεν υπάρχει κάτι πέραν της ανθρώπινης αντίληψης; Μπορώ να συμφωνήσω ότι υπάρχουν έστω και με το ζόρι. Αλλά αυτά τα λεγόμενα ‘καθαρά’ αντικείμενα με δυσκολία αποκτούν την ιδιότητα του είναι, πόσο μάλλον την ιδιότητα του τυχαίου ή του σκόπιμου, έννοιες πολύπλοκες και συναρτημένες απόλυτα με την ανθρώπινη θέαση.

Εν κατακλείδι εγώ θα ξεχώριζα τα πράγματα σε άλλα σκόπιμα (αποτελέσματα ανθρώπινων δραστηριοτήτων), άλλα συσχετισμένα και περιγραφόμενα μέσα από τους φυσικούς νόμους (όπως ο άνθρωπος τα ερμηνεύει) και άλλα αδιάφορα (που είναι όμως εκτός των δυνατοτήτων θέασης του ανθρώπου).
Ο κόσμος γύρω μας (με την αρχαιοελληνική σημασία του όρου) είναι πράγματα σε τάξη γιατί ο δημιουργός του, ο άνθρωπος, τα μετουσίωσε από αδιάφορα σε σημαίνοντα.

Wednesday, June 21, 2006

Σκέψεις περί της συντελείας του αιώνος

Κατά Ματθ. κδ'

3Καθημένου δὲ αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ Ὄρους τῶν Ἐλαιῶν προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ κατ' ἰδίαν λέγοντες, Εἰπὲ ἡμῖν πότε ταῦτα ἔσται, καὶ τί τὸ σημεῖον τῆς σῆς παρουσίας καὶ συντελείας τοῦ αἰῶνος. 4καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς, Βλέπετε μή τις ὑμᾶς πλανήσῃ: 5πολλοὶ γὰρ ἐλεύσονται ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου λέγοντες, Ἐγώ εἰμι ὁ Χριστός, καὶ πολλοὺς πλανήσουσιν. 6μελλήσετε δὲ ἀκούειν πολέμους καὶ ἀκοὰς πολέμων: ὁρᾶτε, μὴ θροεῖσθε: δεῖ γὰρ γενέσθαι, ἀλλ' οὔπω ἐστὶν τὸ τέλος. 7ἐγερθήσεται γὰρ ἔθνος ἐπὶ ἔθνος καὶ βασιλεία ἐπὶ βασιλείαν, καὶ ἔσονται λιμοὶ καὶ σεισμοὶ κατὰ τόπους: 8πάντα δὲ ταῦτα ἀρχὴ ὠδίνων. 9τότε παραδώσουσιν ὑμᾶς εἰς θλῖψιν καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων τῶν ἐθνῶν διὰ τὸ ὄνομά μου. 10καὶ τότε σκανδαλισθήσονται πολλοὶ καὶ ἀλλήλους παραδώσουσιν καὶ μισήσουσιν ἀλλήλους: 11καὶ πολλοὶ ψευδοπροφῆται ἐγερθήσονται καὶ πλανήσουσιν πολλούς: 12καὶ διὰ τὸ πληθυνθῆναι τὴν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν. 13ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται.


Κατά Μάρκον [the-Gnostic]

Και μαζεύτηκαν όλοι για να δουν τη συντέλεια, o Ροντρίγκεζ, ο Μάρτιν, η Τζουλιάνα και η Αφροδίτη.
Ο Ροντρίγκεζ έστρεψε τα μάτια του προς τον ουρανό. Δεν υπήρχε τίποτε το αξιοσημείωτο. Η Τζουλιάνα αφουγκραζόταν την ατμόσφαιρα. Δεν ακουγόταν τίποτα το παράξενο. Ο Μάρτιν τσακωνόταν με την Αφροδίτη. Ούτε κι αυτό ήταν κάτι το ασυνήθιστο.
Μα πώς; Δεν ήταν η συντέλεια κάτι το σίγουρο; Αναμφισβήτητα. Τότε; Με ποιά μορφή θα γινόταν;
Ξάφνου ένιωσαν ένα απαλό αεράκι. Ενιωσαν στην αναπνοή τους ένα στίγμα πανάλαφρο. Όλα ήταν χαρούμενα. Δεν υπήρχε ανάγκη για τίποτε. Ένιωθαν σαν να μην έχουν καμία υπόσταση, σαν να μη παίζουν πλέον κανένα ρόλο.
...
Η συντέλεια γίνεται συνεχώς. Είναι τόσο διακριτική που δεν την προσέχει κανείς. Είναι σαν την αναπνοή μας ή τις ματιές μας. Είναι σαν την ομιλία, την αδιάφορη όμως και ανιαρή ομιλία. Είναι σαν τα φιλιά μας, αυτά που δίνουμε όμως εν παρενθέσει. Είναι σαν τον έρωτα προτού όμως γίνει αντιληπτός. Είναι σαν τα χάδια, λίγο πριν τα νιώσει ο άλλος. Είναι καθετί, όσο όμως δεν γίνεται αντιληπτό. Είναι ο θεός των άθεων, η αθωότητα του κακού και η κακία του άγιου.

Wednesday, June 07, 2006

a brave new world

Αγαπητοί blog-φιλες και blog-φιλοι

νομίζω ότι εθιστήκαμε σε ένα πολύ ισχυρό ναρκωτικό, τις ιδεατές σχέσεις (virtual relations), όπου ο ένας μαθαίνει τον άλλον μέσα από τα κείμενα και τις φωτογραφίες του, δηλαδή μέσα από τις σκέψεις και τα γούστα του.
καλό για αρχή γιατί έτσι συγκεντρώνονται σε μια e-κοινότητα άνθρωποι με κοινά ενδιαφέροντα.
αρκεί όμως αυτό ή πρόκειται για μια ανολοκλήρωτη επικοινωνία;
και πώς να ολοκληρωθεί; εκεί μπαίνουν οι φόβοι και οι ντροπές, τύπου “αν κάνω κακή εντύπωση;”, και τέτοια.
νομίζω όμως ότι πρέπει να ξεπεράσουμε τα διάφορα κόμπλεξ και ταμπού και να δούμε τους νοητούς φίλους και φίλες μας και πραγματικά, να τους περιλάβουμε στη ματιά μας, να τους ακούσουμε και να τους αγγίξουμε.

Σκεφθείτε το παρακάτω εφιαλτικό σενάριο του μέλλοντος:
Ο καθένας θα είναι καθισμένος μπροστά στον υπολογιστή του, εννοώ βέβαια τον mobile υπολογιστή του, σχεδόν ενσωματωμένος στην οθόνη, χωρίς να παίρνει είδηση τι γίνεται γύρω του, αν βέβαια γίνεται κάτι. Είτε σε ένα δωμάτιο, είτε στο δρόμο ή τη φύση (αν υπάρχει κάτι τέτοιο), αυτός δε θα αντιλαμβάνεται πια κανένα εξωτερικό ερέθισμα, παρά μόνο αν περνά από τους διαύλους των συσκευών του. Και μόλις οι συσκευές παθαίνουν κάτι θα τρέχει στα ειδικά τεχνολογικά νοσοκομεία, γιατί χωρίς αυτές θα είναι ανάπηρος.










Τα πόδια θα είναι σχεδόν αδρανή και απ’ τα χέρια θα δουλεύουν ίσως μόνο τα δάχτυλα αν χρησιμοποιούνται για πληκτρολόγηση, γιατί το πιθανότερο είναι ότι θα εισάγεις, απλά και μόνο υπαγορεύοντας.
Τα μάτια δεν θα αντιλαμβάνονται παρά μόνο την ακτινοβολία της οθόνης, όλα τα άλλα γύρω θα είναι αόρατα.
Στ’ αυτιά θα είναι μονίμως τοποθετημένα ακουστικά και απολήξεις διαφόρων συσκευών, οπότε θα έχουν σταματήσει από καιρό να χρησιμοποιούνται για να ακούς για παράδειγμα τον άνεμο ή τα κύματα ή τα κελαηδήματα, αν βέβαια υπάρχουν πουλιά.
Οι σχέσεις θα είναι βέβαια απόλυτα εξαρτημένες από τις συσκευές επικοινωνίας, και οι ερωτικές διαθέσεις θα θεωρούνται άχρηστες συσσωρεύσεις ενέργειας που θα εκτονώνονται με άμεσες γρήγορες διαδικασίες. Η αναπαραγωγή θα υπηρετείται μέσα από την τοποθέτηση των απαραίτητων στοιχείων στους ειδικούς σάκους εγκυμοσύνης, κι έτσι δεν θα βασανίζονται κι οι καημένες οι γυναίκες με 9 μήνες κλαυθμών και οδυρμών.
Όσο για τη δομή της οικογένειας θα έχει αλλάξει ριζικά. Τα παιδιά θα τρέφονται και θα ανατρέφονται από ειδικούς αισθητήρες. Σε ηλικία 2 ετών θα χειρίζονται τέλεια τους υπολογιστές μινιατούρες που θα κυκλοφορούν και μέσω αυτών θα επικοινωνούν με τους φίλους τους και τους ανθρώπους με τα άσπρα μαλλιά και τις μεγάλες κοιλιές που θα αποτελούν τη λεγόμενη γενιά των γονέων.

Αυτά φανταζόμενος, τρομάζω στην ιδέα να χαθεί η επικοινωνία της ματιάς και του φλέρτ, ο ηλεκτρισμός από την επαφή με τον άλλον, η συμπαρουσία όλων των αισθήσεων, η αίσθηση του αγέρα και η μυρωδιά του χώματος... η κουβέντα όπου τον άλλον τον βλέπεις μπροστά σου και διαισθάνεσαι αν σε πάει ή αν αντίθετα σε ειρωνεύεται ή σε περιφρονεί… ο θυμός που μπορεί να καταλήξει ακόμη και στα χέρια…. κι ο άγριος πόθος να ενωθείς με τον άλλο γευόμενος το καθετί του και το καθετί της…

Προς γνώσιν και συμμόρφωσιν…

Monday, June 05, 2006

poem-3

μελαγχόλησε…
αλλά δεν γύρισε πίσω
αναρίθμητα
χαμογέλασε
κι έφυγε μακριά μου
εκείνη η ίδια

Thursday, June 01, 2006

Τα σύμβολα

Κατά το τέλος του 19ου αιώνα εμφανίζεται κυρίως στη Γαλλία το κίνημα του συμβολισμού, που διατρέχει την ποίηση και τη λογοτεχνία (Βερλέν, Μωρεάς, Μαλλαρμέ, Βαλερύ), το θέατρο (Μέτερλινκ), τη μουσική (Ντεμπυσσύ) και τη ζωγραφική (Μορώ).
Οι συμβολιστές εναντιώνονται σχεδόν σε όλα, στο στόμφο και τη ρητορεία των ρομαντικών, στη στιχουργική ακρίβεια και την απάθεια των Παρνασσιακών, στην αξία των αισθήσεων και τη σημασία της γυμνής παρουσίασης της εξωτερικής πραγματικότητας και των κοινωνικών καταστάσεων των νατουραλιστών.
Το κεντρικό τους αίτημα είναι να αναδύσουν από τα βάθη τα σκοτεινά συναισθήματα, το περιεχόμενο του ασυνείδητου, θεωρούμενοι γι αυτό πρόγονοι των υπερρεαλιστών. Ενάντιοι σε κάθε μορφή εμπειρισμού και ορθολογισμού, ενδιαφέρονται να αναδείξουν το ανέκφραστο και χρησιμοποιούν ως μέσο έκφρασης τα σύμβολα, εικόνες δηλαδή και λεκτικές μεταφορές που ενεργοποιούν όχι τη σκέψη αλλά το βίωμα. Η στάση αυτή είναι πολύ κοντά στο θρησκευτικό βίωμα, και πράγματι πολλοί συμβολιστές είχαν έντονες μυστικιστικές δραστηριότητες.

Αφήνοντας πίσω τη συγκεκριμένη εποχή που πραγματικά έσφυζε από πνευματικές κινήσεις ας αφήσουμε ελεύθερη τη σκέψη μας να αγκαλιάσει τις διάφορες εκφάνσεις του συμβόλου στην ανθρώπινη λειτουργία.
Έχω την αίσθηση ότι το σύμβολο μπαίνει παντού. Στην ίδια την πεμπτουσία του ανθρώπου που εννοείται ότι τον ξεχωρίζει από τα άλλα ζώα, δηλαδή την αφηρημένη σκέψη. Μια έννοια π.χ. η γάτα ομαδοποιεί πολλά παρόμοια αντικείμενα, καθιστάμενη έτσι ένα σύμβολο που τα αντιπροσωπεύει. Κι αυτό μετά συνεχίζει στη προφορική και τη γραπτή γλώσσα, όπου συγκεκριμένοι ήχοι και γραπτά σημάδια γίνονται σύμβολα γενικών εννοιών ή και συγκεκριμένων αντικειμένων.
Η φυσική είναι γεμάτη από σύμβολα, αλήθειες γενικού κύρους, όπως ο νόμος της βαρύτητας, οι οποίες όμως δεν υπάρχουν κατά αισθητό τρόπο, απλά είναι ιδεατές αναφορές αισθητών συμβάντων.
Όσο για τα μαθηματικά δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επιστήμη που ερευνά τις σχέσεις και τα αποτελέσματα λειτουργιών ανάμεσα σε σύμβολα.

Και η τέχνη;
Κατά τον Πλάτωνα; μίμηση μιμήσεως, κατ’ εξοχή δηλαδή μια έμμεση αναφορά, μια αναφορά σε ένα φυσικό αντικείμενο που και αυτό αποτελεί αναφορά μιας ιδέας του θεού. Ένα δηλαδή σύμβολο συμβόλου.
Κατ’ εμέ; Μίμηση μιμήσεως μιμήσεως κλπ, μια αναφορά δηλαδή σε μια έννοια ενός ανθρώπου Α, που είναι μια αναφορά σε μια άλλη έννοια ενός άλλου ανθρώπου Β, που εκείνη είναι αναφορά σε μια άλλη έννοια ενός άλλου ανθρώπου Γ, μέχρι τα βάθη των αιώνων. Μια ακολουθία συμβόλων, το όριο της οποίας ίσως είναι μια άμεση και καθαρή ματιά της φύσης.

Sunday, May 21, 2006

H θλιμμένη Μαγδαληνή του Caravaggio

Πήγα το Σάββατο στην έκθεση του Καραβάτζο και των περί αυτόν. Όλη η έκθεση ήταν πολύ ωραία στημένη και καθόλου κουραστική, όπως γίνεται συνήθως, όταν αραδιάζουν εκατοντάδες πίνακες χωρίς σωστό στήσιμο, φωτισμό και πληροφόρηση. Πραγματικά τα τρία του έργα σε υπέβαλλαν με τη μία καθώς έμπαινες στην κεντρική αίθουσα στο ισόγειο. Ένας τεράστιος πίνακας με την ανάσταση του Λαζάρου, όπου ο Χριστός μες στο σκοτάδι έμοιαζε να έχει εξαντλήσει όλες τις δυνάμεις του για να πετύχει το ανέφικτο και όντως το σώμα του Λάζαρου ήταν μες στο φως, σαν να είχε μεταφερθεί όλο το φως από τον πομπό στο δέκτη. Ο δεύτερος πίνακας ο Ιωάννης ο Βαπτιστής σαν ένα σπιρτόζικο, κεφάτο, σκανταλιάρικο φωτεινό αγόρι που ετοίμαζε από νωρίς τις αταξίες του με τέτοια ακρίβεια στις λεπτομέρειες και τους φωτισμούς που ένιωθες ότι ήταν φωτογραφία.




Caravaggio : Magdalene

Και ο τρίτος πίνακας η Μαγδαληνή, σε μια στάση που δεν έβλεπες το πρόσωπό της (η διπλανή photo είναι ενός άλλου πίνακα του Καραβάτζο) αλλά ήσουν σίγουρος ότι ο πόνος της ήταν μεγάλος.
Και κει καθώς την έβλεπα, ένιωσα ένα θαυμασμό γι αυτήν την κοπέλα, που οι λεπτομέρειες γύρω απ’ τη ζωή της είναι ελάχιστες (ακόμη και η ιστορία της πορνείας είναι μια απλή υπόθεση). Μια κοπέλα που το βάρος που έχει στην Χριστική ιστορία είναι αντιστρόφως ανάλογο της προβολής της στην Γραφή. Μια κοπέλα που συμβολίζει και έχει συγκεντρώσει πάνω της ότι ακριβώς στερείται η εδραιωμένη χριστιανική θρησκεία, την ευαισθησία, την ομορφιά και τον έρωτα. Είναι πολύ φυσικό που πόνεσε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, καθώς έχανε το έτερον ήμισυ. Και είναι πολύ φυσικό που εμφανίστηκε πρώτα απ’ όλους σ’ αυτήν ο Χριστός, καθώς εκείνη τον είχε νιώσει σε κάθε της κύτταρο. Για μένα όλες οι άλλες ιστορίες των Ευαγγελίων συνθέτουν τον καμβά πάνω στον οποίο εκτυλίσσεται το πάθος ενός έρωτα χωρίς όρια, του απόλυτου έρωτα, που δεν μπορεί να τον κάμψει ούτε ο θάνατος…

Wednesday, May 17, 2006

poem-2

Ακόμη και αν ήθελα…

ακούγοντας τις φυλλωσιές και το πάτημα των μελισσών
διακρίνω ότι τα χρώματα δεν είναι σταθερά
και σε λίγο …
οι συνθέσεις χαμογελούν
η ελπίδα μοιάζει με γελωτοποιό
(καθώς έρπει)
ενώ όλοι οι άλλοι προτιμούσαν το πέταγμα…

Friday, May 12, 2006

Το εν δυνάμει

Αυτή η ιστορία με το δυνάμει και το ενεργεία αρχίζει από πολύ παλιά, με τον Αριστοτέλη.
Το δυνάμει είναι η πηγή των πραγμάτων προτού εκδηλωθούν, το μάρμαρο προτού εμφανισθεί μέσα απ’ αυτό το άγαλμα, και το ενεργεία η εκδηλωμένη μορφή.
Μια πάρα πολύ σημαντική ιδέα από τον Αριστοτέλη, ένα φιλόσοφο που έγινε κυρίως γνωστός από τη θεμελίωση που έκανε στη Λογική.
Αυτό το δυνάμει που συνήθως αποκαλούμε εν δυνάμει είναι ουσιαστικά η πρώτη αναφορά σε κάτι που υπάρχει με μια άλλη έννοια από την συμβαίνουσα πραγματικότητα.
Μπορεί κάτι να μη συμβαίνει, αλλά να υπάρχει.
Τι τρομερή ιδέα, αλήθεια, να επεκταθεί η έννοια της πραγματικότητας προς τα πίσω, τόσο χρονικά όσο και οντολογικά.
Έτσι όλα υπάρχουν, εφόσον υπάρχει η δυνατότητα να υπάρξουν.
Νομίζω ότι χωρίς την έννοια της δυνατότητας δεν θα είχε εμφανιστεί ποτέ ούτε η άλλη γονιμότατη ιδέα της πιθανότητας, μια ιδέα που ξεκίνησε από την ανάγκη να αντιμετωπιστούν επιστημονικά τα τυχερά παίγνια και κατέληξε να είναι η ραχοκοκαλιά της κβαντικής, της σύγχρονης δηλαδή επιστήμης.Αλλά πέρα από τις απόμακρες επιστημονικές θεωρίες, εμένα με συγκινεί και στα άμεσα καθημερινά πράγματα αυτή η έννοια του δυνάμει.
Βλέποντας ένα μικρό παιδί, καταλαβαίνεις από τα χαρακτηριστικά του και τα ενδιαφέροντα του, τι θα γίνει και πώς θα εξελιχθεί. Ο κάθε άνθρωπος σε κάθε στιγμή του μοιάζει να περικλείει την υπόλοιπη ζωή του, τις μελλοντικές του δραστηριότητες, τη μορφή του μετά από δέκα, είκοσι, τριάντα χρόνια. Όπως ο Μικελάντζελο, έβλεπε τη μορφή να τον περιμένει μέσα στο ακατέργαστο μάρμαρο, με τον ίδιο τρόπο μπορούμε ενορατικά να φανταστούμε τη μορφή της προσωπικότητας ακόμη κι όταν βρίσκεται στα σπάργανα.



Γι αυτό είναι τραγικό και συνάμα παράλογο όταν χάνεται ένας άνθρωπος, ιδίως όταν είναι νέος… Πού πάνε τόσα και τόσα που θα είχε κάνει, που ήταν έτοιμα να πάρουν μορφή. Σπόροι που δεν φυτρώνουν, δέντρα που κόβονται πρόωρα.



Αλλά αυτό το δυνάμει με συγκινεί και σε συνάρτηση με τις γνωριμίες και τις σχέσεις που μπορούν ανά πάσα στιγμή να γίνουν, αλλά τελικά αναβάλλονται ή ματαιώνονται. Μια φευγαλέα ματιά χωρίς συνέχεια, ένα άγγιγμα ανολοκλήρωτο, ένα παράνομο φιλί, μια φιλία που πνίγηκε μέσα στη ρουτίνα της καθημερινότητας, ένας έρωτας που έσβησε ενώ έμοιαζε να είναι παντοτινός…
Γενικά ό,τι θα μπορούσε να είναι αλλά δεν είναι πια…

Wednesday, May 10, 2006

poem-1

είμαι εκεί και περιμένω…
δεν είχα ακούσει ποτέ για τα σκοτεινά χρώματα
αχνοφαίνονται τα ιστία της ψυχής της
συναρμογές
πολλά μικρά τετράγωνα με όψη ρόμβου γαλάζιας επιδερμίδας
η αγία Ρόμβη
η θάλασσα
κινήσεις αργές ράθυμες
τα μάτια της προκλητικά
είμαι εκεί και περιμένω…

Sunday, May 07, 2006

Natura vs artem


Παίρνω αφορμή από τα ένθετα των εφημερίδων, DVD ή βιβλία. Μέχρι πρότινος υπερίσχυαν τα της φύσης (ψάρια, πουλιά, θηλαστικά κλπ) και τώρα εφορμά η τέχνη είτε ως λογοτεχνία (διάφοροι κλασικοί συγγραφείς) είτε ως εικαστικά (ζωγράφοι από την αναγέννηση μέχρι σήμερα).
Δεν κρύβω ότι έχω αδυναμία και στα της φύσης, μάλιστα κατά περιόδους ήθελα να σπουδάσω γεωλογία, βιολογία, βοτανική, ζωολογία, και κυρίως παλαιοντολογία και παλαιοανθρωπολογία, αλλά στην τωρινή φάση η τέχνη σαφώς με ταρακουνά περισσότερο μέσα μου.

Κι έτσι μούρθε στο μυαλό μια παλιά διαμάχη φύσης versus τέχνης. Ο Πλάτωνας θεωρούσε τη φύση μίμηση, ένα φτωχό αντίγραφο του κόσμου των ιδεών και την τέχνη μίμηση της φύσης, δηλαδή μίμηση μιμήσεως. Είναι γνωστή βέβαια η όχι και τόσο θετική γνώμη του για την τέχνη, αποκλείοντας τον Όμηρο από την ιδανική πολιτεία του, θεωρώντας ότι εισάγει χονδροειδείς ανθρωπομορφικές εικόνες για τους θεούς.
Βέβαια στον εικοστό αιώνα, τα νέα κινήματα της αφηρημένης τέχνης, του σουπερματισμού, του υπερρεαλισμού, του ντανταϊσμού, του φουτουρισμού κάθε άλλο παρά μιμούνται τη φύση. Γι’ αυτούς η ουσία κείται πέραν των ορατών επιτευγμάτων της μητέρας φύσης, στο χώρο της φαντασίας, του ασυνείδητου, του εσωτερικού του ανθρώπου. Ο άνθρωπος, αν και γέννημα της εξέλιξης της φύσης, μοιάζει να την αφήνει πίσω του, μετατοπίζοντας το βλέμμα του από το έξω στο έσω. Το φυσικό τοπίο, το ανθρώπινο κορμί αρχικά αποδομούνται και στη συνέχεια χάνονται. Το μόνο που έχει πλέον σημασία είναι το περιεχόμενο της φαντασίας, όσο παράλογο και ανεικονικό και να είναι συτό.




Duchamp Marcel,
Nude descending a staircase, No. 2
1912
Philadelphia Museum of Art















Αντίστοιχα στη φυσική επιστήμη η ορατή πραγματικότητα ανάγεται σε μαθηματικές οντότητες που πάλλονται σε χώρους 6 ή 8 ή 11 διαστάσεων, τη στιγμή που ο άνθρωπος δυσκολεύεται να εξοικειωθεί ακόμη και την τέταρτη διάσταση του χρόνου σε συμπλοκή με τις τρεις διαστάσεις του χώρου.
Η δε κβαντική μας διδάσκει ότι τα μικροσκοπικά φυσικά συμβάντα, όπως η αποτύπωση της δέσμης των περιθλώμενων ηλεκτρονίων δεν είναι αντικειμενική, ανεξάρτητη δηλαδή από τον παρατηρητή, αλλά αντίθετα συμβαίνουν μόνο όταν κάποιος τα παρατηρεί να συμβαίνουν.
Η αντικειμενική πραγματικότητα έδωσε τη θέση της σε ένα πιθανοκρατικό σύμπαν, όπου όλα είναι πιθανά, αρκεί κάποιος να τα παρατηρήσει, και πολλοί βασισμένοι σ’ αυτό μίλησαν για παράλληλους κόσμους, όπου κάθε τι πιθανό γίνεται κάπου πραγματικό.
Κι έτσι η φαντασία των υπερρεαλιστών δεν είναι και τόσο μακριά από την εικόνα της νέας επιστημονικής πραγματικότητας, όπου τώρα πια φαίνεται πιο σωστό ότι τα φυσικά συμβάντα ακολουθούν τη φαντασία και τη συνείδηση του παρατηρητή, ότι δηλαδή, κατά μία έννοια, η φύση είναι μίμηση της τέχνης.

Monday, May 01, 2006

Το μετά...


William Blake

Όταν ένας κοντινός μας άνθρωπος φεύγει, όσο μεγάλος και να είναι, όσο προετοιμασμένος και να είσαι, μένεις πάντα με ένα τεράστιο ερωτηματικό στο νου και ένα ακόμη πιο μεγάλο κενό στη καρδιά...
Πού είναι αυτός ο άνθρωπος μετά, σε ποιο σύμπαν, σε ποιο χώρο, σε ποιο χρόνο;
Ζει μέσα από μας ή μήπως και εμείς μέσα απ' αυτόν;
Πού είναι τέλος πάντων αυτός ο άνθρωπος που λίγο πριν σκεφτόταν, έκανε σχέδια, χαιρόταν, λυπόταν, μιλούσε, έγραφε, έφταχνε, αγαπούσε μέσα από ένα μοναδικό χαρακτήρα;
Μπορεί όλο αυτό το ανεπανάληπτο είναι να μην είναι πια;

Friday, April 28, 2006

Les amantes reguliers - Οι συνήθεις εραστές

Μάης 68

θα κάνουμε την επανάσταση για σας χωρίς εσάς ή θα κάνουμε την επανάσταση για μας και μόνο για μας ή θα κάνουμε έρωτα και θα πεθαίνουμε όποτε θέλουμε και όπως θέλουμε.

Είχα πολύ καιρό να δω μια ταινία τόσο κοντά στα βιώματα των εφηβικών μου χρόνων, όπου πίστευα (και ίσως ακόμη πιστεύω) ότι η μόνη αληθινή επανάσταση είναι η ερωτική διαδικασία, ο απόλυτος έρωτας που αψηφά το θάνατο, καθώς δίνει σημασία στο τώρα, χωρίς κανένα φόβο και με πολύ πάθος.
















Και ότι είμαστε στιγμές και σημεία ενός δρώμενου, μιας θεατρικής παράστασης, ενός καμβά, όπου όλα είναι δυνατά, χάρη στην έσχατη πραγματικότητα ή/και επιδίωξη που είναι η ελευθερία από όλα, ακόμη και από τους περιορισμούς της ζωής.

Έμαθα τον Μάη, μετά την μεταπολίτευση, δίπλα σε άτομα που αναζητούσαν ένα νόημα απελευθερωτικό μέσα σε διαστάσεις ηδονής μακριά από βία, νέους κανόνες και περιορισμούς. Και τότε κατάλαβα έκπληκτος ότι η μόνη πραγματική επανάσταση είναι ατομική υπόθεση, κι ότι αρχίζει και τελειώνει μέσα μας.
















Πολλοί λένε ότι η εξέγερση του Μάη απέτυχε. Εγώ αντιλέγω και υποστηρίζω ότι ήταν η μόνη που πέτυχε, γιατί το ακροατήριό της είναι το κάθε άτομο κάθε εποχής που νιώθει σ αυτόν τον κόσμο άβολα, πολύ άβολα και αποδέχεται ότι αυτό δεν είναι πρόβλημα προς επίλυση, αλλά αλήθεια που πρέπει να τη ζήσεις μέχρι τα άκρα της μέχρι τέλους. Κι όσο τέτοια άτομα, όπως οι Ρεμπώ που λέει κι η ταινία, υπάρχουν, τα μηνύματα του Μάη ζουν μαζί τους…

Sunday, April 23, 2006

Το παγόβουνο


Τι μας ωθεί επί χιλιάδες χρόνια να οργανώνουμε και να συμμετέχουμε σε τελετές αναγέννησης και ανάστασης της φύσης, ευχές, ευλογίες, πράξεις συμπαθητικής μαγείας, βαπτίσεις, γάμους, κηδείες;
Ένα πνεύμα πλανιέται όχι μόνο υπεράνω της αβύσσου κατά την πρώτη μέρα της δημιουργίας, αλλά και από τότε αδιάλειπτα.
Μας εμποτίζει αυτό ή το τρέφουμε εμείς με τάσεις, πόθους, ελπίδες και επιθυμίες.
Είτε το πρώτο είτε το δεύτερο, η μαγική ανορθολογική πλευρά της ζωής θα είναι πάντα, ο μεγάλος όγκος του παγόβουνου κάτω από τη θάλασσα και η λογική αναλυτική σκέψη μας η μικρή μυτούλα που προεξέχει, μια μυτούλα που στη σημερινή εποχή έχει ανακηρυχθεί ως το παν…

Friday, April 21, 2006

Μακαρισμοί



The crucifixion by a follower of Peter Paul Rubens

Ο πραγματικός ή έστω και μυθικός Ιησούς μας προτείνει μια μέθοδο, καθώς κινούμαστε μέσα στο χώρο του τραγικού, τη μέθοδο της υπαρξιακής αντιστροφής:
Μακάριοι θα είσθε όταν θα σας υβρίζουν και σας καταδιώκουν.
Μην αντιστέκεστε στον πειρασμό, αλλά όποιος σε κτυπήσει στη δεξιά σιαγόνα, να του στρέψεις και την άλλη.
Να ευλογείτε εκείνους που σας καταρώνται.
Θα χωριστούν ο πατέρας εναντίον του υιού και ο υιός εναντίον του πατέρα, η μητέρα εναντίον της θυγατέρας και η θυγατέρα εναντίον της μητέρας.
Αν κάποιος έρχεται προς εμέ και δεν μισεί τον πατέρα του και τη μητέρα του και τη γυναίκα και τα τέκνα του και τους αδελφούς του και τις αδελφές του, ακόμη δε και την ίδια του την ψυχή, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου.

Πόσος μόνος αλήθεια είναι κάποιος που ενεργεί εν ονόματι όλων, χωρίς εκείνοι να έχουν την παραμικρή ιδέα.

Και πόσο χιμαιρικό μοιάζει το όλο εγχείρημα, να αντικαταστήσεις την πραγματικότητα του κόσμου με την πραγματικότητα της ψυχής σου και στο τέλος να αρνηθείς ακόμη κι αυτήν την ψυχή...

Saturday, April 15, 2006

Οι Αντίποδες


Cranach the Elder: Adam and Eve

Έρχονται στιγμές που νοιώθω μια πλήρωση, μια ικανοποίηση, πούρχεται από το πουθενά κι ένα άνοιγμα στη ψυχή μου που δεν ξέρω πού να το αποδόσω... Βιώματα που δεν υπαγορεύονται από τις συγκυρίες... Σαν να είμαστε μέλη ενός συνόλου που χάσαμε τη συνοχή μας και τις ρίζες μας και παίρνει ο καθένας τον δικό του δρόμο, με μόνο στόχο την επιβίωση πάση θυσία και μόνα όπλα τον εγωισμό και τη σκληρότητα... εκτός από κάποιες στιγμές που ξαναγινόμαστε ένα με όλα και αναπνέουμε ελεύθερα.
Είναι ωραίο να βρίσκει ο καθένας λίγη ώρα μόνος του και να αφουγκράζεται τον εαυτό του, γιατί αυτός ο εαυτός έχει μυστικές διόδους επικοινωνίας με τη ζωή και το σύμπαν.
Στιγμές ελευθερίας, στιγμές ομορφιάς, φευγαλέες ερωτικές ματιές, μυρωδιά από πόθο, παιχνίδια ψυχών και σωμάτων.
Και ένα φιλί, πανταχού παρόν, που περιμένει τα χείλια μας για να αποπλανήσει και να μας δείξει την άλλη πλευρά του κόσμου, τους Αντίποδες, εκεί όπου όλα μπορούν να συμβούν...

Tuesday, April 11, 2006

Το ευαγγέλιο του Ιούδα

ΙΟΥΔΑΣ - Μια αναγκαία συνιστώσα της χοντροκομμένης διαμάχης του καλού και του κακού, όπου καλό και κακό είναι ό,τι ορίζει πάντα η εξουσία και η καθεστηκυία τάξη

Πολλά έχουν ακουστεί για τον ρόλο του Ιούδα. Συνήθως βλέπουμε μια αντιπαράθεση μεταξύ των υποστηρικτών της χριστιανικής κοινότητας που στη χώρα μας εμφανίζεται υπό το ορθόδοξο δόγμα και των λεγόμενων εσωτεριστών αναζητητών, όπου οι πρώτοι παραμένουν απίστευτα κολλημένοι στην καθιερωμένη ανά τους αιώνες παράδοση και οι τελευταίοι θεωρούν αληθινό οτιδήποτε κοντράρεται με την επίσημη άποψη. Ο χριστιανισμός εμποτισμένος από το μανιχαϊστικό πνεύμα δημιούργησε και συντήρησε την εικόνα του κακού προδότη εναντίον του πανάγαθου σωτήρα, παρόλο που τα κίνητρα και οι λόγοι αυτής της υποτιθέμενης προδοσίας ήταν πάντοτε πολύ σκοτεινά.
Ευτυχώς που η ιστορική έρευνα εδώ και χρόνια δεν αποτελεί υποστήριγμα των εξουσιατικών ιερατείων και έτσι όλες οι φιλοσοφικές και θρησκευτικές τάσεις εξετάζονται μέσα στα πνευματικά και κοινωνικο-πολιτικά δεδομένα κάθε εποχής. Η εποχή γύρω από το έτος 0 είναι ένα χάος που βράζει. Όλες οι ιδέες έρχονται στο προσκήνιο, διεκδικώντας ένα μερίδιο παρουσίας και επιβίωσης. Κάποιες απ΄αυτές πηγάζουν από μανιχαϊστικές περσικές πηγές, άλλες από καββαλιστικές ιουδαϊκές αντιλήψεις, άλλες από απομονωμένες εσσαϊκές αδελφότητες που επιδίδονται σε συνεχείς καθαρμούς μέσα σε ένα μιασμένο υποτίθεται κόσμο. Άλλες ιδέες πηγάζουν από νεοπυθαγόρειες και νεοπλατωνικές κινήσεις και κάποιες άλλες, οι κυρίαρχες ίσως της εποχής από γνωστικές κινήσεις όπου η κοσμογονία τους βασίζεται στην περίφημη θεωρία ενός απόμακρου φωτεινού δημιουργού και ενός δεύτερου δημιουργού που δυστυχώς κάνει λάθος και το αποτέλεσμα είναι αυτός ο κόσμος του πόνου και της οδύνης. Η μόνη λύση για τους γνωστικούς είναι η απέκδυση του σώματος και η επαναφορά στο φως, στο πνεύμα, στην αρχέγονη αθωότητα.
Πολύτιμη πηγή για την ανάλυση των γνωστικιστικών ιδεών είναι τα χειρόγραφα του Ναγκ - Χαμαντί, και ένα χειρόγραφο του δεύτερου αιώνα στα κοπτικά που αναφέρεται σε πολλούς πατέρες της εκκλησίας. Πρόκειται για τον Codex Tchacos, που ανακαλύφθηκε το 1978, για να ξαναχαθεί από τότε μέχρι το 2000 σε διάφορα κανάλια αρχαιοκαπηλίας. Ευτυχώς το 2000 αγοράστηκε από την Τσάκος και από τότε μελετήθηκε από πλήθος ερευνητών. Μεταφράστηκε σε διάφορες γλώσσες, μεταξύ των οποίων και στα ελληνικά (έκδοση National Geographic Απριλίου 2006).
Το κείμενο αυτό έχει τεράστια σημασία, γιατί είναι πολύ πρώιμο (δεύτερος αιώνας) σε μια εποχή όπου άκόμη δεν έχει διαμορφωθεί κάποια επίσημη και στη συνέχεια παγιωμένη αντίληψη για το τι είναι τελικά το λεγόμενο χριστικό μήνυμα. Κυρίαρχη γραμμή δεν υπάρχει και οι μεν θεωρούν αιρετικούς τους δε. Είναι θέμα ιστορικής συγκυρίας και όχι φυσικά κάποιας άνωθεν αποκαλύψεως η επικράτηση της συγκεκριμένης δογματικής γραμμής. Οι Γνωστικοί δεν ήταν λιγότερο χριστιανοί από τους Ιωαννικούς ή τους Παυλικούς ή τους Ιακωβικούς ή τους Εβιονίτες ή τους Φιλωνικούς ή τους Ωριγενικούς. Μπορεί σήμερα να θεωρούνται αιρετικοί, αλλά τότε ήταν μια από τις πολλές συνυπάρχουσες γραμμές. Επίσης, τα ευαγγέλια που κυκλοφορούσαν δεν ήταν βέβαια γραμμένα από τον μαθητή ή τον ευαγγελιστή του οποίου φέρουν το όνομα, αλλά αποτελούσαν τη συνοπτική πίστη των οπαδών συγκεκριμένων φατριών. Ο διαχωρισμός τους σε κανονικά και απόκρυφα είναι μεταγενέστερος. Κι έτσι το Ευαγγέλιο του Ιούδα του Codex Tchacos είναι μια σημαντικότατη αποτύπωση των ιδεών που αφορούν το χριστιανικό μήνυμα ίσης αξίας με αυτά που έχουν σήμερα επισημοποιηθεί και σφραγιστεί ως τα μόνα αυθεντικά και θεόπνευστα.
Τελειώνω με ένα απόσπασμα από το Ευαγγέλιο του Ιούδα (περιέργως είναι το μόνο Ευαγγέλιο που δεν αναγράφεται "κατά τον" αλλά "του"), φορτισμένο συγκλονιστικά από τη βασική γνωστική αντίληψη της απελευθέρωσης από το σώμα και της είσδυσης στον κόσμο του ουρανού.
Ιησούς προς Ιούδα: "Εσύ θα τους υπερβείς όλους αυτούς. Γιατί εσύ θα θυσιάσεις τον άνθρωπο που με ενδύει. Προτού γεννηθείς η οργή σου έχει ανάψει, ο αστέρας σου φάνηκε με λαμπρότητα... Κοίταξε, σου έχουν ειπωθεί τα πάντα. Σήκωσε τα μάτια σου και κοίταξε στο σύννεφο και το φως που είναι μέσα του και τους αστέρες που το περιβάλλουν. Ο αστέρας που οδηγεί το δρόμο είναι ο αστέρας σου".

Wednesday, April 05, 2006

Έχει όρια η επιστήμη;


Ας ορίσουμε σαν αλήθεια - υπερ-πραγματικότητα αυτό που είναι και σαν πραγματικότητα την προβολή της αλήθειας στο 4-διάστατο χχ. συνεχές. Η πραγματικότητα είναι λοιπόν το σύνολο των μορφών και φαινομένων, τα οποία γίνονται αντιληπτά μέσω των αισθητηρίων οργάνων μας ή κάποιων μετρητικών διατάξεων, μέσω των οποίων τα φαινόμενα κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Κάτω από αυτή τη θεώρηση οι αισθήσεις μας αλλά και οι προεκτάσεις τους, όλες δηλ. οι δυνατές επιστημονικές μετρητικές διατάξεις, καθώς μετρούν χχ. συμβάντα, δεν μπορούν να καταγράψουν παρά μόνο φαινόμενα - προβολές και ποτέ τις καθαυτές δράσεις των οποίων προβολές αποτελούν τα υλικά φαινόμενα. Με άλλα λόγια η επιστήμη (και εν γένει η ανθρώπινη παρατήρηση) δεν ασχολείται με αυτή καθαυτή την αλήθεια, αλλά με μια προσαρμογή της στο 4-διάστατο χχ. συνεχές. Καταγράφει χχ. συμβάντα, τα οποία ερμηνεύει με βάση κάποιους νόμους, οι οποίοι εντάσσονται με συνέπεια μέσα στα χχ. πλαίσια. Ακόμα και η τυχόν εμφάνιση στο μέλλον συμβάντων που δεν εξηγούνται με τους σήμερα παραδεκτούς νόμους μπορούν να θεωρηθούν σαν αποτελέσματα της δράσης κάποιων άγνωστων ακόμη δυναμικών πεδίων, που δεν υπερβαίνουν όμως την αισθητή πραγματικότητα ή μπορούν να εξηγηθούν μέσω του χώρου πιθανοτήτων της κβαντομηχανικής. Εν συνόψει, υλικά όργανα ή διατάξεις δεν μπορούν παρά να καταγράφουν υλικές πραγματικότητες, και οι πραγματικότητες αυτές δεν θα μπορέσουν ποτέ να συνδεθούν πειστικά με κάποιον μη υλικό αιτιώδη παράγοντα, εφόσον θα ανακαλύπτεται ή θα εφευρίσκεται πάντοτε κάποιο χχ. μοντέλο που θα ερμηνεύει με αιτιώδη τρόπο αυτές τις πραγματικότητες. (Π.χ. η παγκόσμια έλξη περιγράφεται από το λεγόμενο βαρυτικό πεδίο, μια μαθηματική οντότητα άγνωστης προέλευσης που περιγράφει όμως με ακρίβεια όλα τα παρατηρούμενα φαινόμενα).
Ακόμη και αν υποστηριχθεί ότι το τάδε υλικό φαινόμενο είναι η απόληξη κάποιας μη υλικής αρχής, αυτό θα παραμένει πάντοτε μια μη αποδείξιμη υπόθεση. Π.χ. θέλω να περπατήσω και σαν συνέπεια κινούνται οι μύες των ποδιών μου οπότε και εμφανίζεται το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η διαδικασία από τη στιγμή που θα σταλεί το σήμα - εντολή από τον εγκέφαλο είναι επιστημονικά σχεδόν περιγεγραμμένη. Αλλά πώς η θέλησή μου (ένα, υποτίθεται, πνευματικής φύσεως γεγονός) καταλήγει στην εκπομπή του σήματος - εντολής (υλικό φαινόμενο) παραμένει ακόμη αίνιγμα. Πράγματι, οι μοναδικές ενδείξεις που έχουμε για κάποιον μη υλικό παράγοντα είναι η θέληση των ζώντων οργανισμών ως αίτιο δράσεως και επίτευξης συγκεκριμένων αισθητών αποτελεσμάτων καθώς και η φαντασία τους, ως δυνατότητα σχεδιασμού και ρύθμισης των συνθηκών έτσι ώστε να προκύψει κάποιο επιθυμητό αποτέλεσμα. Τέλος την σοβαρότερη ένδειξη αποτελεί η αυτο-αντίληψη ή συνείδηση, μια ικανότητα που φαίνεται να υπάρχει μόνο στον άνθρωπο. Αν δεν υπήρχαν οι ζώντες οργανισμοί θα μπορούσαν κάλλιστα όλα να ερμηνευτούν μέσω μιας υλικής νομοτέλειας, αυτο-ρυθμιζόμενης, χωρίς κανένα εμφανές κίνητρο ή σκοπό.
Η θέληση λοιπόν και η αντίληψη είναι οι μόνες ουσιαστικές ενδείξεις της ύπαρξης μιας υπερ- πραγματικότητας (γι’αυτό και η πανάρχαια εντολή ‘γνώθι σαυτόν’ μας παρακινεί να ξεκινήσουμε τις παρατηρήσεις μας από τον ίδιο τον εαυτό μας, γιατί είναι μια πύλη διαφυγής από τη συγκεκριμένη αισθητή πραγματικότητα). Αλλά ακόμη και σ’αυτήν την περίπτωση η παραδοχή ή όχι μιας πραγματικότητας που υπερβαίνει την εκάστοτε αισθητή ή μετρήσιμη πραγματικότητα είναι ένα ζήτημα υποκειμενικής - προσωπικής τοποθέτησης. Δηλαδή ή θα δεχθεί κάποιος την ύπαρξη ενός άγνωστου υπερβατικού παράγοντα που με τη μορφή της θέλησης και της αντίληψης επιφέρει υλικά αποτελέσματα ή θα δεχθεί ότι η θέληση και η αντίληψη είναι απλά επιφαινόμενα της ύλης, αποτελέσματα ηλεκτρο-χημικών αντιδράσεων που φαίνονται σαν αίτια που οδηγούν προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις (όντας όμως η τυχαία κατάληξη τυχαίων διαδικασιών που εκλαμβάνονται ψευδαισθητικά σαν υπερ-υλικά αίτια). Βέβαια όλα όσα γίνονται αισθητά στο Σύμπαν είναι υλικές καταγραφές και είναι θέμα του ερμηνευτή να θεωρήσει πίσω τους μια υπερ-υλική αιτία ή να τα θεωρήσει σαν μια φυσική συνέπεια και μεταμόρφωση υλικών ουσιών μέσω μιας αποκλειστικά υλικής νομοτέλειας.
Η παραδοχή ενός μη υλικού παράγοντα στα ζώα, στον άνθρωπο αλλά και σε ολόκληρη τη φύση σαν σύνολο, είναι βασικά μια ολόκληρη φιλοσοφική στάση ότι υπάρχει κάτι, που έχει κάποιο σχέδιο και τη θέληση να το πραγματοποιήσει, ενώ αντίθετα η άρνηση της ύπαρξης οποιουδήποτε στοιχείου πέραν της ύλης υπονοεί ότι όλα συμβαίνουν στη τύχη και ότι τόσο η αντίληψη της πραγματικότητας όσο και η θέληση για δράση παρουσιάζονται με τη ψευδαίσθηση των αιτίων ενώ είναι αποτελέσματα ηλεκτρο-χημικών διαδικασιών χωρίς νόημα και σκοπό.
Αρα μια επιστήμη που καταρχήν θα αποδέχεται την ύπαρξη μιας υπερ-πραγματικότητας και στη συνέχεια θα προσπαθεί να την εντοπίσει και να την μελετά δεν θα χρησιμοποιεί τα μέχρι τώρα χρησιμοποιούμενα εργαλεία, τα οποία μας έδωσαν την πληρέστερη δυνατή εικόνα της υλικής προβολής της υπερ-πραγματικότητας. Ποιά θα είναι τα κριτήρια ελέγχου των προτάσεωνμιας τέτοιας επιστήμης; Έχει νόημα η περιγραφή αυτής της υποτιθέμενης υπερ-πραγματικότητας, εφόσον κάθε περιγραφή ακολουθεί την δομή και τους όρους της αισθητής πραγματικότητας; Όλα αυτά τα ερωτήματα προς το παρόν είναι ανοικτά.