Friday, July 28, 2006

Ο γαλάζιος σπουργίτης



Μόλις είχα αρχίσει να ξύνω με το ράμφος μου μια σχοινοτενή ακολουθία από παλιές τοιχογραφίες που είχαν καλυφθεί απ το χώμα και έβλεπα γεμάτος έκσταση τα χρώματα και τα σχέδια που ξεδιπλώνονταν σαν να γεννιούνται εκείνη τη στιγμή από τη δημιουργό πνοή που φυσούσε απαλά πάνω στην επιφάνεια του εδάφους…
Ο Αχιλλέας στη κηδεία του Έκτορα μες στην Αγια Σοφιά, ο Σίσυφος καθώς ανεβάζει τον βράχο ενώ τον παρακολουθεί αινιγματικά η Μαρία η Αιγυπτία, η Μαρία η Μαγδαληνή να πηδά στα ταυροκαθάψια και ο Μινώταυρος να την κοιτάζει χαιρέκακα, ο Απόλλωνας κι η Δάφνη να φιλιούνται με πάθος και τα μαλλιά τους να σκαλώνουν στα καρφιά του Εσταυρωμένου, η Παναγία κοιμωμένη και δίπλα της ο Ηρακλής με τη φαρέτρα να χτυπά τους διαβόλους που ήρθαν κι αυτοί να την προσκυνήσουν, η Αριάδνη να βοηθά με το κουβάρι της τον Χριστό δείχνοντάς του τους δρόμους των απόκληρων του Κάτω Κόσμου, ο Περσέας να γεννιέται από τη χρυσή βροχή του Δία και δίπλα του να μαλώνουν ο Πέτρος κι ο Ιωάννης για την πρωτοκαθεδρία, ο Μωυσής να κλαίει δίπλα στη σβησμένη βάτο απογοητευμένος που δεν πρόλαβε την παρουσία του Θεού, ο Ορφέας να σπάει απ΄ τα νεύρα του τη λύρα του καθώς πάντα του ξεφεύγει ο πρώτος – πρώτος ήχος της Δημιουργίας, δυο δεινόσαυροι να αγναντεύουν ο ένας τον άλλον κι ανάμεσα τους να τους ευλογεί σκαρφαλωμένος πάνω στον στύλο του ο Συμεών ο Στυλίτης, ο Σωκράτης αναψοκοκκινισμένος απ’ το πολύ κρασί να ρητορεύει για την επίδραση του ερυθρού οίνου στις παλλακίδες του Τάραντα, η Κλεοπάτρα να δηλητηριάζει το φίδι και γύρω της οι Παίδες εν Καμίνω, ο Βούδδας να κάθεται δίπλα στον Νώε κηρύσσοντας τη νιρβάνα στα ζώα της Κιβωτού, ο Νέρωνας να βαπτίζεται χριστιανός από τον Παύλο την ίδια ώρα που οι χριστιανοί πυρπολούν τη Ρώμη, ο Τζιορντάνο Μπρούνο να διδάσκει μες από την πυρά το δόγμα της Αγίας Τριάδος και γύρω του οι καρδινάλιοι να κρέμονται από τα χείλη του, ο Χριστός εκνευρισμένος που δεν τον καταλαβαίνει κανείς να στρέφεται προς τον Ιούδα παρακαλώντας τον να τον προδώσει για να γλιτώσει επιτέλους απ’ αυτόν τον κόσμο, ο Θησέας να ορμά στον Προκρούστη πού τραβά τον Εσταυρωμένο για να τον κόψει στα δύο, η Άρτεμις καβάλα στην δορκάδα να κυνηγά τον Άγιο Αντώνιο που την κρυφοκοιτάζει με πόθο, ο Ερμής να πετά μες στις κατακόμβες φέρνοντας τα μηνύματα των χαρούμενων θεών στους οπαδούς του μαρτυρίου και του πόνου, η σύντροφος του Κυρίου να χαμογελά, καθώς τα μακριά κατακόκκινα μαλλιά της συμπλέκονται ερωτικά με τα στήθη της, και δίπλα της ένας σπουργίτης με γαλάζια ουρά, εγώ ο ίδιος.

Copyright by Markos-the-Gnostic

Sunday, July 23, 2006

poem-4

τρίβοντας τα πόδια της νωχελικά στην άμμο
κι οι κόκκοι
στα κοιλώματα αναμεσών των δαχτύλων της
κι η θάλασσα
προσπαθώντας να κλέψει την άμμο
φιλώντας ηδονικά τ’ ακροδάχτυλα της
κι εγώ
να προσμένω το κύμα
να φέρει στο στήθος μου
μια γεύση απ το κορμί της
διασκορπισμένη πάνω στους σμικροτάτους κόκκους

Monday, July 03, 2006

Η χάρις του γέλωτος

- Τέλος πάντων, καλά, ας μείνουμε για λίγο καιρό μακριά.
ΔΙΑΓΡΑΦΗ
- Σε σκέφτομαι συνέχεια
ΔΙΑΓΡΑΦΗ
- Κάνεις λάθος δε σε έγραψα στα τέτοια μου.
ΔΙΑΓΡΑΦΗ
- Γιατί, κι εσύ όταν ερεθίζεσαι δε με παίρνεις τηλέφωνο;
ΔΙΑΓΡΑΦΗ
- Φυσικά και υπάρχεις κι εσύ. Δεν είμαι μόνος μου στη σχέση.
ΔΙΑΓΡΑΦΗ
-Δε καταλαβαίνω τη φράση σου «πάντα καυλώνουμε και ξεκαυλώνουμε όπως και όποτε γουστάρεις εσύ».
ΔΙΑΓΡΑΦΗ
-Τι θες να πεις;
ΔΙΑΓΡΑΦΗ
-Νάρθω; Φαντάζομαι ότι είμαι ανάμεσα στα βυζάκια σου και τα γλύφω.
ΔΙΑΓΡΑΦΗ

Αφού διέγραψε σε αντίστροφη χρονολογική σειρά όλα τα sms για να μη του θυμίζουν τίποτα από τη σχέση του με τη Μαρία, έπεσε στο κρεβάτι, και μεταξύ ύπνου και ξύπνιου άρχισε να βυθίζεται σε ένα ταυτόχρονο απολογισμό και διαλογισμό της ζωής του αλλά και γενικότερα της ανθρώπινης ή μάλλον ακριβέστερα της ανδρικής φύσης.
Είχε φτάσει στα όριά του. Ένιωθε ότι η ζωή του είχε γίνει κόλαση λόγω της πανταχού παρούσας γυναικείας παρουσίας. Συζούσε με τη Νάνσυ, μια κοπέλα όμορφη, με καταπράσινα μάτια, αλλά δεν του αρκούσε. Ένιωθε να πολιορκείται από τις γυναικείες μορφές και να καταπιέζεται διαρκώς από μια υποτιθέμενη υποχρέωση του να τις κατακτά. Γιατί άλλωστε να υπάρχει στον κόσμο διάχυτη η ομορφιά με τη μορφή διαφόρων γυναικών αν όχι για να τις κάνει δικές του, να αναγνωρίσουν την αξία του, τέλος πάντων να του δώσουν την πρέπουσα σημασία. Και πολλές απ’ αυτές τις κατάφερνε. Και σύντομα έφτανε στην πολυπόθητη είσδυση, σύντομα γιατί περίμεναν και πολλές άλλες και ο χρόνος ήταν περιορισμένος.
Ποια ήταν η εντύπωση που έδινε στις κοπέλες που έπεφταν στην παγίδα του ή στη γοητεία του ή έστω στην ανάγκη του. Όλες μηδεμιάς εξαιρουμένης, προσβάλλονταν. Άλλες τον έβριζαν, άλλες έκπληκτες προσπαθούσαν αδίκως να καταλάβουν τι είχε συμβεί. Γιατί μετά την ερωτική συνεύρεση ψυχραινόταν, χανόταν για ένα διάστημα και εμφανιζόταν μετά από καιρό, αν δεν είχε συλλάβει κάποιο νέο θήραμα εκείνη την εποχή, πέραν βέβαια της σταθερής του αγαπημένης, η οποία έπαιζε προφανώς τον ρόλο ενός ακλόνητου υπαρξιακού σημείου αναφοράς.
Ο Νίκος Καλόμοιρος, αρχαιολόγος, με ειδικότητα στην έρευνα και την καταγραφή των ενάλιων αρχαίων μνημείων και καταβυθισμένων θησαυρών, ήταν και ακούραστος μελετητής των αρχαίων κειμένων. Προσπαθούσε να καταλάβει, με αφορμή αυτή τη ψύχωση που είχε για τη γυναικεία ομορφιά, τι σήμαινε για τον άνθρωπο το μορφικό κάλλος. Και μάλιστα τι σήμαινε για τον άνθρωπο του αρχαίου κόσμου, τότε που θεμελιωνόταν η λογική σχέση των ιδεών που συγκροτούσαν την αντίληψή του. Και αν συνδέεται το μορφικό κάλλος, το ωραίο, το αρχαιοελληνικό καλόν, με το ηθικό κάλλος, το καλό, το αρχαιοελληνικό αγαθόν.
Συνήθης πρακτική των αρχαίων ήταν να ενοποιούν τις έννοιες, ωσάν να πρέπει όλα τα θετικά γνωρίσματα να συναποτελούν το όντως όν, το οποίο έτσι αποκτά τη θέση της πηγής της ζωής και της δύναμης, και προς το οποίο μπορεί να απευθύνει τις τυχόν απαιτήσεις του ή και τα παράπονά του. Άγια ησυχία επικρατούσε στη ψυχή των αρχαίων. Όλα σε τάξη και αρμονία, από τη στιγμή που ταυτοποιήθηκαν με ονόματα και εμπλουτίστηκαν με γνωρίσματα.
Αλλά ο παράδεισος στην ανθρώπινη ψυχή δεν κράτησε για πολύ, και άρχισαν να ξεφυτρώνουν ο σκεπτικισμός, τα συναισθήματα και οι αμφιβολίες. Κυρίως το συναίσθημα, ανεξέλεγκτο και απρόβλεπτο, έμελλε να διαταράξει το παν. Ο άνθρωπος αβέβαιος για όλα, άρχισε να αναζητά αισθητούς σωτήρες, ενώ μέχρι τότε ήταν βέβαιος για μια αόρατη πραγματικότητα, ως πηγή και καταφυγή των σκέψεων, των πράξεων και των οραμάτων του.
Το συναίσθημα, και ιδίως το βλαβερότερο όλων, ο έρωτας, κήρυξε την επανάσταση ενάντια στην αρμονία του πνεύματος, εξυμνώντας παράξενα πράγματα, τη σάρκα, παρόλο που φθείρεται, τον πόθο που κατατρώει σα σκουλήκι την ανθρώπινη ψυχή και την ηδονή, μια άλλη δηλαδή μορφή του πόνου.
Ο Νίκος ήταν αποφασισμένος. Ήθελε να καταργήσει το βασανιστήριο της επίδρασης που ασκούσε πάνω του η γυναικεία μορφή, διαλογιζόμενος γενικότερα πάνω στη φύση της μορφής και του ωραίου. Και τότε θυμήθηκε ένα παλιό φίλο, τον Πλωτίνο που είχε ασχοληθεί σε βάθος με τη φύση του ωραίου στις Εννεάδες. Είχε πέσει με τα μούτρα στη μελέτη του Πλωτίνου πριν πέντε χρόνια για ένα άλλο θέμα που κατ’ εξοχήν είχε απασχολήσει τους νέο-πλατωνικούς, τη σχέση του Ενός με το Όν. Και τότε είχε προσέξει ότι ενώ τα κείμενα του Πλωτίνου είχαν εκπληκτική δύναμη και βάθος, ο συλλογέας τους, ο μαθητής του ο Πορφύριος, μάλλον τα είχε ανακατέψει είτε λόγω περιορισμένης κατανόησης είτε γιατί ήθελε να δυσκολέψει τους επίδοξους μελετητές, θεωρώντας ότι ο πραγματικός φιλόσοφος δεν παίρνει έτοιμα κείμενα, αλλά ερεθίζεται από σκόρπιες ή ακόμη και ημιτελείς φράσεις για να φτάσει στη δική του ολοκληρωμένη πρόταση.
Ο Νίκος όμως βιαζόταν. Δεν είχε τον απεριόριστο χρόνο των φιλοσόφων, αλλά μόλις μια νύχτα, γιατί από αύριο ήθελε να ξυπνήσει άλλος άνθρωπος, κυρίαρχος του πλατωνικού άρματος του Φαίδρου και όχι ποδοπατούμενος από τα άλογα του πόθου και της επιθυμίας. Και κατέφυγε στον πιο βαθύ μελετητή του Πλωτίνου, αυτόν που ξεδιάλυνε τις απόψεις του περί του ωραίου, ανατρέχοντας σε στίχους άλλοτε πλεοναστικούς και άλλοτε φαινομενικά αντιφατικούς, τον Βιζυηνό. Η διδακτορική του διατριβή, “Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω” έγινε γι’ αυτόν εκείνη τη νύχτα ο πιο πολύτιμος βοηθός του.
Ξεφύλλισε το Γ’ Κεφάλαιο της Διατριβής με τίτλο “Το καλόν δεν είναι η συμμετρία”, όπου ο Βιζυηνός θεωρεί ότι ο Πλωτίνος υποστηρίζει ότι η θεωρία της συμμετρίας ως πηγής του καλού (δηλαδή του ωραίου) είναι ανεπαρκής, καθώς τα κατέχοντα την συμμετρία άλλοτε φαίνονται ωραία και άλλοτε όχι. Ο καθοριστικός παράγοντας κατ’ αυτόν είναι η εκδηλούμενη στη μορφή ψυχική έκφραση και «όσω αγαθοειδεστέρα η έκφρασις τόσω μείζον το κάλλος και τανάπαλιν». Επίσης, τονίζοντας τη σημασία του ρεύματος της ζωής, αναφέρει τα εξής: «σύμμετρα και καλά πρόσωπα, ενόσω μεν εμψυχούνται και υποστηρίζονται υπό της εν αυτοίς κυκλοφορούσης ζωής, είναι καλά. Ευθύς όμως ως επέλθη ο θάνατος, και πολύ πριν ή αι φυσιολογικαί των σαρκών αλλοιώσεις φθείρωσι τας συμμετρίας, σβέννυται το φέγγος του επ’ αυτών κάλλους, μέχρι μικρού τινος ίχνους μόλις υπολειπομένου». Άλλωστε, «αισχίων ζων καλλίων του εν αγάλματι καλού».
Είναι σαφές ότι ο Πλωτίνος και κατ’ επέκταση ο Βιζυηνός υποστήριζε ότι το ωραίο αποτυπώνεται στη μορφή από το αγαθό, μια δύναμη βαθύτερη από το ωραίο και πλησιέστερη στην αρχή του παντός.
Και καταλήγει προς το τέλος της διατριβής του, ερμηνεύοντας τον Πλωτίνο, ότι «ο ερών φέρεται προς το ερώμενον ελκόμενος ουχί υπό του εξωτερικού αυτού κάλλους, αλλ’ υπό της μυστηριώδους εν αυτώ παρουσίας της του Αγαθού δυνάμεως» και «όσω ακαταληπτότερον, όσω αοριστότερον είναι το όπισθεν των ωρισμένων χαρακτηριστικών του ερωμένου μαντευόμενον κάλλος του Αγαθού, τόσον ακαταμάχητον το θέλγητρον, τόσον ακατάσχετος ο πόθος».
Αυτή η τελευταία φράση αποτέλεσε την καθοριστική έμπνευση για το Νίκο. Ο πόθος είναι πιο ακατάσχετος και το θέλγητρο πιο ακαταμάχητο όσο πιο ακατάληπτο και αόριστο είναι το υποκρυπτόμενο κάλλος. Πράγματι δεν ήταν ένας συγκεκριμένος τύπος γυναίκας που είλκυε το Νίκο. Δεν είχε ιδιαίτερη προτίμηση στις ανοιχτόχρωμες ή τις μελαχρινές, τις υψηλόσωμες ή τις μικροκαμωμένες. Τον είλκυε η ίδια η φύση της γυναίκας, μια μαγεία πέρα από τις δυνάμεις του. Ήθελε να τον κατασπαράζουν, να τον παίρνουν βαθιά μέσα τους μεταφέροντάς τον στο αρχέγονο είναι, να τον φιλούν παντού αγγίζοντας κάθε κύτταρό του με το υπερκόσμιο μάννα, να τον χαϊδεύουν με τα στήθη τους τρέφοντάς τον με μια ανεξάντλητη γονιμότητα. Το γυναικείο κάλλος ήταν γι αυτόν ακατάληπτο και αόριστο κι έτσι θα παρέμενε για πάντα.
Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι. Του ήρθε μια ακατάσχετη όρεξη να περπατήσει μόνος μες στη νύχτα. Το φεγγάρι έριχνε μια ασημένια ακτινοβολία στο πλακόστρωτο. Αισθάνθηκε απελευθερωμένος. Τι είχε άραγε ανακαλύψει; Ίσως και τίποτε. Ίσως απλώς να αποδέχτηκε την πραγματικότητα.
Δυο κορίτσια, το ένα ξανθό και το άλλο μελαχρινό κάθονταν σ ένα σκαλοπάτι ενός εγκαταλελειμμένου σπιτιού και έπιναν μπύρες. Κάτι ψιθύρισε η μια στην άλλη, δείχνοντάς τον Νίκο, και τότε η άλλη έβαλε τα γέλια.
«Ποτέ δεν ήκουσα νεάνιδα γελώσαν τόσον ευήχως, τόσον αρμονικώς. Ποτέ δεν εγνώρισα γέλωτα περιέχοντα τόσην έκφρασιν, τόσην ρητορικήν ακρίβειαν και ποικιλίαν… Θα έλεγες ότι εν αυτή το έργον του γελάν δεν ήταν ανατεθειμένον εις τα σαρκικά νεύρα και τας φυσιογνωμικάς του σώματος κινήσεις, αλλ΄εξετελείτο απ’ αρχής μέχρι τέλους παρ’ αυτής της ψυχής επί των χορδών μυστηριώδους τινος μουσικού οργάνου, τουθ’ όπερ έκαμνε τον γέλωτα της παρθένου να είναι εκφραστικώτερος, μουσικώτερος, αϋλώτερος πάσης ενάρθρου φωνής και λογικής γλώσσης».

Copyright by Markos-the-Gnostic