Tuesday, October 31, 2006

Οι διαστάσεις του έρωτα

…Ήθελε πολύ να της το πει, αλλά δίσταζε. Εκείνη πάλι δεν είχε την παραμικρή διάθεση να αποξηράνει τα συναισθήματά της. Έδεσε τα δυο μαντήλια σε ένα και βγήκε για να οργώσει. Δεν είχε όμως κτήματα, κλήματα και πάσης φύσεως εδάφη. Παρ’ όλ’ αυτά εκείνος προηγήθηκε. Εκείνη, αδιάθετη, τον πληροφόρησε ότι δεν πίστευε πια στις a-priori αλήθειες. Έλυσε τα μαντήλια, τα μούσκεψε και τα στράγγισε πάνω της. Τα στήθια της ήθελε να οργώσει. Εκείνη έτρεξε μες στο σκοτάδι, αλλά κανείς δεν το πρόσεξε. Έμοιαζε άλλωστε σαν ακίνητη, όμοια με τη ψυχική της διάσταση. Στην αρχή αυτός απελπίστηκε, αλλά σύντομα ένιωσε καλά γιατί δεν θυμόταν τον λόγο της απελπισίας του, αλλά και τον λόγο κάθε απελπισίας. Γιατί η απελπισία κρύβει βαθιά στον κόρφο της την ελπίδα. Έσκυψε να τη φιλήσει. Το πρόσωπό της ήταν το ηδονικότερο αντικείμενο πόθου που είχε συναντήσει. Προχώρησαν πιασμένοι απ το χέρι μες στο σκοτάδι. Το πρόσωπό του ήταν το ιδανικότερο αντικείμενο πόθου που είχε συναντήσει. Δεν γνωρίζονταν. Εκείνη αιφνιδιάστηκε αλλά χαμογέλασε γιατί ο πιο άγνωστος είναι τελικά ο πιο κοντινός. Τα χέρια τους χαϊδεύονταν. Γνωρίζονταν εδώ και χρόνια. Εκείνος επιδίωξε να το λησμονήσει, υπονοώντας ότι η γνωριμία υποθάλπει τη συνουσία. Μια μέρα θα έκαναν περίπατο μαζί στην όχθη του Σηκουάνα. Και θα γευόταν ο ένας τον άλλον κάτω από τους ήχους του Γαλλικού Μάη και τα χρώματα της ατίθασης αυτοκρατορίας. Εκείνος έβγαλε το πανωφόρι του και το πέταξε στο φεγγάρι. Εκείνη διαμαρτυρήθηκε. Δεν είχε δικαίωμα να αποκρύψει μια τέτοια πανσέληνο…

Από το ‘Οι διαστάσεις του έρωτα’ του Ανρύ ντε Βερντέν. Εκδόσεις ‘Πλίνθος’. Μτφρ. Γ. Γεωργιάδης.

Friday, October 27, 2006

Οι δέκα εντολές [μια άλλη ερμηνεία ή/και αντί-θεση]

«Ουκ έσονται σοι θεοί έτεροι πλην εμού»

Ό,τι δημιουργείς είναι θεός γιατί τι άλλο υπάρχει;

«Ου ποιήσει σεαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα»

Όλος ο κόσμος είναι φτιαγμένος από είδωλα της σκέψης σου και της δόξας σου κι εμείς πολλαπλασιάζουμε τα είδωλα και τα ομοιώματα, ακολουθώντας το δικό σου παράδειγμα. Και τα τιμάμε αυτά τα είδωλα και τα λατρεύουμε πιο πολύ κι από σένα, γιατί μέσα σ’ αυτά τελείται η συνάντησή μας μαζί σου.

«Ου λήψει το όνομα κυρίου του θεού σου επί ματαίω»

Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης. Ποιος είμαι εγώ που θ’ αρνηθώ το όνομά σου στα πάντα;

«Μνήσθητι την ημέραν των σαββάτων αγιάζειν αυτήν. Εξ ημέρας ποιήσεις πάντα τα έργα σου, τη δε ημέρα τη εβδόμη ου ποιήσεις εν αυτή παν έργον»

Την ημέρα των Σαββάτων θα τιμήσω πάνω απ’ όλες με εργασία αδιάκοπη και τις άλλες έξι θα σιωπώ, γιατί χρειάζεται χρόνος πολύς για να αφομοιώσω τα κρυμμένα σου νοήματα.

«Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου»

Εγώ τιμώ μόνο τα γεννήματά μου, γιατί μέσα σ’ αυτά αντικρύζω τη δική σου ενέργεια.

«Ου φονεύσεις»

Μόνο εσύ που δίνεις μπορείς να πάρεις. Άστους να πιστεύουν τ’ αντίθετο. Εσύ όμως ξέρεις…

«Ου μοιχεύσεις»

Πώς ν’ αντιστρατευτώ τις επιθυμίες μου, τα δικά σου μάτια μέσα μου; Θυμήσου τον πόνο του μηδενός καθώς γονιμοποιούσες ένα κόσμο ολόκληρο μες στα σπλάχνα της δικής του αγαπημένης…

«Ου κλέψεις»

Μόνο να κλέβω μπορώ. Τίποτα δε μου ανήκει.

«Ου ψευδομαρτυρήσεις κατά του πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδή»

Θυμήσου, κι εσύ αναρωτιόσουν ‘τι εστιν αλήθεια’

«Ουκ επιθυμήσεις τη γυναίκα του πλησίον σου, την οικίαν του πλησίον σου, τα υπάρχοντα του πλησίον σου»

Κανείς δεν έχει γυναίκα, κανείς δεν έχει κανείς δεν έχει οικία, κανείς δεν έχει υπάρχοντα, είναι όλα δικά σου. Επιθυμώ τα δικά σου, γιατί μόνο αυτά υπάρχουν…

Copyright by Markos-the-Gnostic

Tuesday, October 17, 2006

Ραφαήλ

Όλοι θα γνωρίζετε την παράδοση των γραφών, όπου ο Μιχαήλ ήταν ο αρχάγγελος εκείνος που σταμάτησε την κατάρρευση του ουρανού, όταν ο αδελφός του, ο άλλος αρχάγγελος, έκανε το ‘τραγικό’ σφάλμα να πάρει την πρώτη πρωτοβουλία. Κι φυσικά την άλλη γνωστή ιστορία του Ευαγγελισμού, όπου πρωταγωνιστεί ο άλλος τους αδελφός, ο Γαβριήλ. Σίγουρα όμως δε θα ξέρετε την ιστορία του μικρού τους αδελφού, του αρχάγγελου Ραφαήλ, μια ιστορία που κι εγώ την έμαθα μόλις πριν λίγο…

Ζήτησε μια μέρα ο Ραφαήλ απ’ τον μεγάλο φρουρό των ουρανών, τον παντοδύναμο Μιχαήλ, την άδεια να επισκεφθεί τη κόλαση. Πολλά ακούγονταν κι είχαν γραφτεί γι αυτό το παράξενο τόπο και μια επιτόπια έρευνα θα ήταν τουλάχιστον ενδιαφέρουσα… Του άνοιξαν τη πύλη, μια πύλη που στην κυριολεξία χώριζε τους δυο κόσμους ολοκληρωτικά. Ήταν μια βαριά κατάμαυρη μεταλλική πύλη, στη μέση ενός ακατέργαστου αδιαπέραστου τείχους, που δε φαινόταν να τελειώνει πουθενά. Περιέκλειε την κόλαση [ή τον κόσμο μας;] [ή μήπως και τα δυο;] πάνω, κάτω, αριστερά και δεξιά…

Μπήκα μέσα με τρόμο, μετά από όσα είχα ακούσει γι αυτή τη περιοχή, αλλά πολύ σύντομα ηρέμησα, μάλιστα ηρέμησα υπερβολικά, γιατί δεν υπήρχε τίποτα που να ταράξει την ηρεμία μου. Ώστε αυτή η περίφημη κόλαση ήταν τελικά άδεια; Όπου και να έστρεφα το βλέμμα του… μια έρημη γη, μια απέραντη χέρσα έκταση, μια αφύσικη ομοιομορφία…
Κι έτσι άρχισα να βαδίζω προς το βάθος με μια ελπίδα ότι κάπου κάτι θα συναντούσα. Και πράγματι δεν έπεσα έξω… Μετά από κάμποσες ώρες είδα καθισμένο σε μια πέτρα έναν ασκητή.
‘Τι κάνεις εδώ άγιε πατέρα;’ τον ρώτησα.
‘Είμαι ο Αντώνιος νέε μου, δεν με αναγνώρισες;’
‘Ο Αντώνιος;’ ψέλλισα με απορία.
΄Ένας άγιος στην κόλαση ε;’ έβαλε τα γέλια ο ασκητής. ‘Μα εγώ το ζήτησα. Ήταν η ύψιστη ανάγκη μου, η τελευταία μου επιθυμία. Είχα υπερνικήσει πια όλους τους πειρασμούς. Δεν υπήρχαν άλλοι πια. Η ζωή μου ήταν εντελώς άδεια. Και ζήτησα απ το θεό να με στείλει στην ίδια τη κόλαση. Τι να κάνω τον παράδεισο εγώ, του είπα. Εγώ γεννήθηκα για να πολεμάω. Κι έτσι βρέθηκα εδώ. Ηλίθια επιλογή. Δεν υπάρχει τίποτα εδώ, ούτε πειρασμοί, ούτε τίποτα…’
Στεναχωρέθηκα από τη λανθασμένη επιλογή του αγίου, αλλά μη μπορώντας να επέμβω, τον αποχαιρέτησα με σεβασμό και προχώρησα ακόμη πιο μέσα στη μεγάλη αυτή έρημο, που δε νομίζω να τέλειωνε πουθενά
Πιο κάτω, συνάντησα ένα δαφνοστεφανωμένο νέο.
‘Τι κάνεις εδώ φίλε;’ τον ρώτησα.
‘Είμαι ο Ντάντε νέε μου, δεν με αναγνώρισες; O Ντάντε Αλιγκιέρι’.
‘Μα εσύ, στη κόλαση; Εσύ που την είχες ήδη επισκεφτεί και μετά έφτασες μέχρι τον ουρανό, ξαναγύρισες πάλι εδώ;’
‘Ένα ποίημα ήταν νέε μου, μια λογοτεχνική απόπειρα. Κι έτσι ζήτησα τώρα πια να τη γνωρίσω και στη πραγματικότητα. Καμία σχέση… Είδες… άμα δεν έχεις οδηγό. Δεν υπάρχει Βιργίλιος εδώ, μόνο στη φαντασία μου υπήρχε…’
΄Κι η Βεατρίκη;’, τον ρώτησα, επιδεικνύοντας και λίγο τη μελέτη που είχα κάνει επισταμένα στη θεία κωμωδία.
‘Τίποτα… Ακούς; τίποτα. Θέλω απεγνωσμένα να επιστρέψω και να τη ξαναβρώ, αλλά στο είπα και πριν, εδώ δεν υπάρχουν οδηγοί…’
‘Ντάντε, επειδή κάτι ξέρω εγώ κι απ τα μελλούμενα, μάθε ότι αν κάποιος βγει ποτέ από δω θα είσαι σίγουρα εσύ. Η Βεατρίκη σε περιμένει ως την αιωνιότητα κι αυτός ο κόσμος δε μου φαίνεται άτρωτος στα βέλη της, στα βέλη της κάθε Βεατρίκης…’
Προχώρησα κι άλλο. Αναρωτώμενος τι να σημαίνουν όλα αυτά.
Πιο κάτω συνάντησα ένα πολεμιστή, πάνω σ ένα πελώριο άλογο, σταχτί με μακριά χαίτη.
‘Σε χαιρετώ. Τι υπάρχει πέρα στα βάθη;’ τον ρώτησα.
‘Τίποτα. Ένα τεράστιο τίποτα. Με ξεγέλασε. Ακούς; Δε θα του το συγχωρήσω ποτέ. Με ξεγέλασε εμένα, τον πιο μεγάλο κατακτητή, τον κύριο όλης της οικουμένης.’
‘Ποιος είσαι;’ Τον ρώτησα.
Η ερώτηση αυτή αντήχησε μέσα του σαν η μεγαλύτερη προσβολή που είχε ποτέ ειπωθεί. Σήκωσε το σπαθί του απειλητικά κατά πάνω μου. Και τότε κατάλαβα.
‘Αλέξανδρε!!!’ ψέλλισα. ‘Κι εσύ εδώ;’
Η αναγνώριση λειτούργησε λυτρωτικά.
‘Ναι, εδώ. Ζήτησα απ το Μιχαήλ να μεσολαβήσει στο θεό του και να μ’ αφήσει να κατακτήσω τους λαούς της κόλασης, να τους γνωρίσω από κοντά και να τους φέρω τα δώρα του πολιτισμού. Αλλά με ξεγέλασε ο θεός σας. Εδώ δεν υπάρχει τίποτα. Η απόλυτη ερημιά, χειρότερη κι απ τη Γεδρωσία. Τελικά μόνο το Δία μπορεί κανείς να εμπιστεύεται…’
Κι έφυγε καλπάζοντας προς το πουθενά…
Λίγο μετά συνάντησα μια κοπέλα, ούτε είκοσι χρονών, πολεμίστρια κι αυτή με περικεφαλαία, πανοπλία κι ασπίδα. Ότι και να φόραγε δεν μπορούσε να κρύψει την ομορφιά της. Απεναντίας, την τόνιζε στο έπακρο. Αυτήν την ήξερα, την ήξερα καλά. Είχα ζήσει από κοντά το δράμα της, δίπλα στη πυρά, μέχρι την τελευταία της πνοή.
‘Ιωάννα’, της ψιθύρισα, ‘Ιωάννα, μα τι δουλειά έχεις εσύ εδώ;’
‘Άγγελε μου σ ευχαριστώ. Τελικά δεν μ αφήνεις ποτέ, ε;’
‘Μα πες μου πώς βρέθηκες εσύ εδώ;’
‘Τι πίστευες άγγελε μου μετά από τόσο μαρτύριο θα κατέληγα στον Παράδεισο;’
‘Μα βέβαια, ήμουν απόλυτα σίγουρος για σένα, ειδικά για σένα, πιο πολύ απ τον καθένα’
‘Όχι άγγελε μου, αν επιτρέψεις στα μαρτύρια ν αρχίσουν, τότε είναι πολύ δύσκολο να σταματήσουν ποτέ…’
Αντί γι απάντηση την πήρα στην αγκαλιά μου. Την κρατούσα απ το χέρι και βαδίζαμε προς το άγνωστο. Δεν θα έφευγα ποτέ απ αυτόν τον τόπο χωρίς εκείνη… Δεν θα την έχανα για μια ακόμη φορά…
Περπατούσαμε επί ώρες, επί μέρες, επί μήνες, επί χρόνια, και δεν γερνούσαμε. Ζούσαμε την αγάπη μας μες στη κόλαση, κι η κόλαση δεν μας άγγιζε, μέχρι που έφτασε η ώρα να φτάσουμε στο κέντρο αυτής της έρημης χώρας…
Ένας τεράστιος πύργος υψωνόταν μέχρι τον ουρανό. Όχι μέχρι τον ουρανό. Τον διαπερνούσε κι αυτόν και συνέχιζε, και συνέχιζε, μέχρι πού άραγε; Φλόγες και πέτρες εκσφενδονίζονταν από μέσα σου.
‘Ο οίκος του θεού’, ψέλλισα με τρόμο, ‘εδώ μέσα καίγεται ο ίδιος ο θεός’.
Έσφιξα την Ιωάννα στην αγκαλιά μου, τη φίλησα κι έτρεξα να μπώ μέσα, ν αφουγκραστώ το μεγάλο μυστικό. Σε κλάσματα δευτερολέπτου στράφηκα πίσω, άρπαξα την Ιωάννα απ το χέρι και όρμησα μες στις φλόγες. Το είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου. Δε θα τη ξανάφηνα ποτέ πίσω. Ανεβαίναμε επί ώρες τη μισο-γκρεμισμένη σκάλα, κι όποιο σκαλοπάτι αφήναμε πίσω μας γκρεμιζόταν μετά από λίγο για να μας υπενθυμίσει ότι δεν υπάρχει επιστροφή. Κι εκεί, ξάφνου, μέσα από ένα βαθούλωμα άκουσα μια φωνή…
‘Ραφαήλ αδελφέ μου’
Κοίταξα γύρω μου. Δεν υπήρχε τίποτα. Κι όμως, ήταν ο αγαπημένος μου αδελφός. Αυτός που όλοι μάθαμε ότι έκανε το μεγάλο παράπτωμα και μετά είχαμε καταδικαστεί να μην τον ξαναδούμε ποτέ πια.
‘Εωσφόρε, φως του ουρανού, επιτέλους σε ξανακούω. Πού είσαι; Σε έχουμε επιθυμήσει όλοι όσο ποτέ… Πού είσαι αδελφέ μου; ’
Είχα ριγήσει. Το ωραιότερο πλάσμα του δημιουργού ήταν λοιπόν φυλακισμένο εδώ…
‘Ραφαήλ, η καταδίκη μου είναι μεγάλη. Δεν έχω πια πρόσωπο, δεν έχω σώμα, έγινα πνεύμα, έγινα αέρας, έγινα κενό, είμαι πια ο βασιλιάς των πνευμάτων. Φύγετε γρήγορα εσύ κι η αγαπημένη σου. Φύγετε γρήγορα προς τα πάνω.’
Αυτή η κραυγή έγινε μέσα μου η πιο μεγάλη προτροπή που είχα νιώσει ποτέ στη ζωή μου, μια ζωή απέραντη, που δεν θυμάμαι αν ξεκίνησε ποτέ. Κρατώντας απ το χέρι την αγαπημένη μου, τρέχαμε με μανία να προλάβουμε την αόρατη επίθεση του πνεύματος πάνω στις μορφές μας.
Κι επιτέλους βρήκαμε το άνοιγμα. Κι επιτέλους ο άπειρος ουρανός μας αγκάλιασε, ένας ουρανός γεμάτος αστέρια, ένας ουρανός γεμάτος πύρινες μορφές. Κι επιτέλους θα είχα για πάντα στην αγκαλιά μου την αγαπημένη μου, με το γλυκό ακτινοβόλο της πρόσωπο, να αντέχει μες στην αιωνιότητα, τις απειλητικές ριπές των πνευμάτων…

Copyright by Markos-the-Gnostic

Sunday, October 15, 2006

poem-17

δινο-ποθώντας
να παρα-στύσει
τις επι-θυμίες του
δια-μύρωσε
τη συν-ουσία του

Saturday, October 14, 2006

poem-14

δεν πέρασαν μέρες…
νύχτες;
ΝΑΙ
θα τις έλεγα μάλιστα συνεχόμενες νύχτες…
και ο χρόνος;
πέθανε;
ΝΑΙ
δεν αναπνέει…


α, να, αρχίζει και πάλι να ζει,
μπαινοβγαίνει στις ψυχές,
τις τριγωνικές ψυχές
που κοιτάζουν προς τα πάνω…
εμφυσά άρωμα
σε όσα σώματα γεννήθηκαν από πέτρες
σε παραλίες που δεν υπάρχουν
και
σε όνειρα που δεν τα ονειρεύτηκε κανείς ακόμα…

Wednesday, October 11, 2006

poem-6

εσύ
δυσδιάκριτη
σαν τον πελώριο ήλιο
που καίει τα πάντα…

Sunday, October 01, 2006

Κενό μνήμης

Ήταν πολύ φορτισμένος απ’ αυτό που είχε συμβεί. Τράβηξε με θυμό τη πόρτα πίσω του και πήρε το δρόμο προς το Γιώργο.
...Το άλλο πρωί τον βρήκαν ανάσκελα στη παραλία, δίπλα στο παλιό αλατωρυχείο. Ευτυχώς ανέπνεε κανονικά.
Μόλις άνοιξε τα μάτια του τρόμαξε απ τα δεκάδες πρόσωπα που τον είχαν περικυκλώσει με όψεις ανακούφισης, αλλά και οργής, και κυρίως απορίας, μιας μεγάλης απορίας για τους λόγους που τον είχαν οδηγήσει εκεί.
Του φώναζαν, τον ρωτούσαν επίμονα, κι όλ’ αυτά του φαίνονταν σαν ένας θόρυβος χωρίς νόημα.
‘Πού ήσουν;’ ‘Γιατί τόκανες αυτό;’ ‘Τόκανες για να μας πεθάνεις;’ ‘Πώς βρέθηκες στην άλλη άκρη της πόλης;’ ‘Τι προσπαθείς να αποδείξεις;’ ‘Είχες πάρει το Γιώργο και τούχες πει ότι πας προς τα κεί. Τι έγινε μετά;’ και πολλά άλλα ηχηρά παρόμοια.
Εκείνος, εξουθενωμένος και ζαλισμένος από τη συμπεριφορά τους, τους παρακάλεσε να τον αφήσουν μόνο.
Επιτέλους... Μια απέραντη ανακούφιση και ελευθερία τον διαπέρασε. Προσπάθησε να ανασυγκροτήσει τη μνήμη του. Ναι, αυτό το θυμόταν, πήγαινε προς το Γιώργο, αλλά μέχρι εκεί, μετά δε θυμόταν τίποτα.
Ένιωσε ένα τρομακτικό κοινό να ανοίγεται μπροστά του, ένα κενό έτοιμο να καταβροχθίσει οτιδήποτε του πρόσφεραν. Αυτό όμως δεν ήταν αναγκαστικά κακό. Απεναντίας. Οτιδήποτε θα μπορούσε να έχει συμβεί κατά τη διάρκεια αυτού του κενού. Και κανείς δε θα μπορούσε να το αμφισβητήσει, ούτε καν αυτός, κυρίως αυτός.

Καθώς πήγαινε προς το Γιώργο τον σταμάτησε μια κοπέλα. Είχε μακριά μαλλιά και φορούσε μια στενή μακριά φούστα που τόνιζε παρά κάλυπτε τη κίνηση των ποδιών της. Στο λαιμό της κρεμόταν ένα τυρκουάζ πεντάλφα. Και κάτι ακόμη, πολύ παράξενο, περπατούσε ξυπόλητη. Τα γυμνά της πόδια ακουμπούσαν ερωτικά τη γη. Την ήξερε κάπου. Ναι τα μάτια της κάτι του θύμιζαν. Τον ρώτησε για ένα δρόμο κι εκείνος τη πήγε πρόθυμα μέχρι εκεί. Ήταν λίγα μέτρα αλλά τελικά δεν ήταν. Ήταν πολλά χιλιόμετρα για κείνον, άραγε και για κείνη; Μόλις έφτασαν εκεί του χαμογέλασε και τον φίλησε για να τον ευχαριστήσει. Πέρασε απέναντι κι άρχισε ν ανεβαίνει τη λεωφόρο. Την ακολούθησε σαν υπνωτισμένος. Επιτάχυνε όλο και περισότερο το βήμα της. Προσπαθούσε να τη φτάσει αλλά δε μπορούσε, σα να είχε μπει εκείνη σε μια μυστική χρονική διάσταση, όπου στο τέλος χάθηκε στο βάθος του ορίζοντα.Στη προσπάθεια να τη φτάσει είχε απομακρυνθεί πάρα πολύ. Προχώρησε κι άλλο, τι άλλο να έκανε; Μετά από ώρες διέκρινε μια σειρά από βράχους. Μα βέβαια, ήταν η είσοδος στο παλιό αλατωρυχείο.Του φάνηκε απίστευτο που είχε φτάσει τόσο μακριά. Τα κύματα έβρεχαν τα πόδια του. Μπήκε μέσα. Για πρώτη φορά.
Ένα τεράστιο γλυπτό, δεκάδες σχηματισμοί από αλάτι και το φως της δύσης να φτιάχνει πάνω τους ιστορίες και χρώματα. Μια γυναικεία μορφή, απαλή σαν τυρκουάζ, ζωντάνεψε στα μάτια του. Έστρεψε το βλέμμα της πάνω του, κι εκείνος, σα νάταν αληθινή, την αγκάλιασε. Ένιωσε τη μυρωδιά και τη γεύση του αλατιού. Για μια στιγμή απογοητεύτηκε και δείλιασε, αλλά μέσα σε ένα δευτερόλεπτο, επανήλθε, την αγκάλιασε και τη φίλησε.
Σα να ήταν κάποιος μυστικός κώδικας αυτό το φιλί. Η γλυκειά γυναικεία μορφή άρχισε να θρυμματίζεται. Κι όχι μόνο αυτή. Ταυτόχρονα και το δικό του σώμα, σαν από αλάτι κι αυτό, έγινε σκόνη. Τώρα πια εκείνος δεν υπήρχε παρά μόνο μέσα της κι εκείνη δεν ανέπνεε παρά μόνο μέσα του.


Την άλλη μέρα ήρθαν και πάλι να τον αναζητήσουν. Όσο και να έψαξαν όμως δεν τον βρήκαν πουθενά. Είχε ξεγλιστρήσει μέσα από το μικρό του κενό, στο μεγάλο κενό, εκεί όπου τίποτα δε ξεχωρίζει γιατί όλα υπάρχουν.


Copyright by Markos-the-Gnostic