Tuesday, March 13, 2007

Tuesday, March 06, 2007

Κρόνος ΙΙ

Όλοι μιλούν για τον χρόνο που περνά και δεν γερνά. Ήταν μια φορά κι ένα καιρό ένας βασιλιάς που τον έλεγαν Κρόνο. Είχε κακή φήμη, καθώς έλεγαν ότι είχε φάει όλα τα παιδιά του εκτός από ένα. Η γυναίκα του τον ξεγέλασε και του δοσε κι έφαγε μια πέτρα. Κι όλοι στο βασίλειο περίμεναν τον σωτήρα που θα φερνε και πάλι την αρετή και τη γαλήνη σ’ όλη τη χώρα.
Κι όντως μια μέρα ο γιος που όλοι περίμεναν ήρθε. Άλλοι τον έλεγαν Δία, άλλοι Διόνυσο, άλλοι Μίθρα, άλλοι Άδωνι, άλλοι Έρωτα κι άλλοι Χριστό. Οι περισσότεροι όμως τον αποκαλούσαν ο θεός χωρίς όνομα ή ο θεός με τα πολλά ονόματα.
Ήταν άραγε θεός; Ε, μάλλον, αφού κι ο Κρόνος κι η Ρέα ήταν θεοί. Μόλις το έμαθε ο Κρόνος έστειλε τη φρουρά του και τον συνέλαβε. Τον έριξαν σ’ ένα μπουντρούμι. Εκεί, μια παράξενη φράση ήταν γραμμένη πάνω απ’ τη πύλη, «η φυλακή του χρόνου». Και πράγματι από τη στιγμή που φυλάκισαν τον θεό χωρίς όνομα, άρχισαν να δουλεύουν όλα τα ρολόγια, ο χρόνος έγινε αδυσώπητος, όλοι αγχώνονταν να προλάβουν, και προγραμμάτιζαν τα πάντα λεπτό προς λεπτό. Τα παράπονα ήταν μεγάλα μέχρι που μια ομάδα πολιτών με όνομα ΑΚΧ (Αγωνιστές Κατάργησης Χρόνου) έκαναν διάβημα στον βασιλιά να απελευθερώσει το γιο του. Εκείνος όμως ήταν ανένδοτος. Και μια μέρα ο αρχηγός της ΑΚΧ με τη συνοδεία έξι ανδρών, γκρέμισαν τη πόρτα και μπήκαν στο μπουντρούμι. Εκεί τους περίμενε μια μεγάλη έκπληξη. Ο θεός ήταν νεκρός.
Έγιναν έξω φρενών. Ξεσήκωσαν όλη τη χώρα, εισέβαλαν στο παλάτι και όρμησαν και συνέλαβαν το βασιλιά. Ένα λαϊκό δικαστήριο τον καταδίκασε σε ισόβια εξορία στο Νησί των Μακάρων, ως υπεύθυνο για το θάνατο του γιου του.
Κι έτσι άρχισε μια νέα ζωή για το βασιλιά, μια μακάρια ζωή, και κανείς δεν κατάλαβε πώς ήταν δυνατόν μια ποινή να είναι τόσο καλή. Τα ρολόγια όμως συνέχισαν να χτυπούν. Και οι άνθρωποι συνέχισαν να αγχώνονται και να δυστυχούν.
Μέχρι που μια μέρα έπιασαν ένα ζητιάνο στα σύνορα της πόλης. Άλλοι τον έλεγαν τρελό κι άλλοι σοφό. Πήγε και του μίλησε ο αρχηγός της ΑΚΧ και του περιέγραψε όλα τα προβλήματα που είχαν ανακύψει. Κι ο ζητιάνος πρότεινε μια πολύ παράξενη λύση, να αναστήσουν το θεό χωρίς όνομα. Ο αρχηγός της ΑΚΧ κατάλαβε ότι όντως επρόκειτο περί τρελού και τον έκλεισαν στη φυλακή του χρόνου.
Πέρασαν οι μέρες, πέρασαν οι μήνες, πέρασαν τα χρόνια, η ΑΚΧ είχε πια διαλυθεί, ο αρχηγός του έφυγε απ’ τον κόσμο, πέρασαν αιώνες, πέρασαν χιλιετηρίδες. Ένας έμενε ίδιος και διηγιόντουσαν γι αυτόν από γενιά σε γενιά, ο ζητιάνος. Και μια μέρα τους πέρασε η σκέψη μήπως ο ζητιάνος αυτός ήταν ο χρόνος ο ίδιος που πάντα περνά αλλά ποτέ δε γερνά. Κι αποφάσισαν τότε να τον σκοτώσουν. Και πράγματι, μετά από τόσα και τόσα χρόνια, ο ζητιάνος επιτέλους πέθανε.
Ο χρόνος όμως και πάλι δεν καταργήθηκε. Και τώρα πια το πρόβλημα ήταν ακόμη μεγαλύτερο. Έπρεπε ν’ αναστήσουν και το θεό και το ζητιάνο. Κι όσο περισσότερους οι άνθρωποι σκοτώνουν, τόσο περισσότερους αναλαμβάνουν να αναστήσουν, αν θέλουν ακόμη να καταργήσουν τον χρόνο…

Copyright by Markos-the-Gnostic