Thursday, September 28, 2006

illusion-2

“Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από ρωγμές. Κι ευτυχώς, γιατί πώς αλλιώς θα εισχωρούσε το φως;” Leonard Cohen

Μόλις είχα ξυπνήσει. Άνοιξα την πόρτα για να αντικαταστήσω στα πνευμόνια μου την κλεισούρα του δωματίου με το μολυσμένο αέρα της πόλης. Η ατμόσφαιρα ήταν μουντή, φαιοκίτρινη (το νέφος ίσως;) Μια σειρά εργατών; υπαλλήλων του δήμου; οικοδόμων; Δεν ξέρω. Όλοι βαστούσαν σαν όπλο από ένα φτυάρι. Κι όλοι με πυτζάμες, ομοιόμορφες γαλάζιες πυτζάμες.
‘Καλά τρελάθηκαν;’ σκέφτηκα, ‘βιαζόντουσαν τόσο που δεν πρόλαβαν καν να ντυθούν;’
Μια άλλη λεπτομέρεια που με απασχόλησε ήταν ότι αυτή η πορεία των σκαφτιάδων δεν είχε όρια. Όπου και να κοίταζα είτε προς το σημείο της υποτιθέμενης κατεύθυνσής τους, είτε προς το σημείο της υποτιθέμενης εκκίνησής τους, στο βάθος και του ενός και του άλλου ορίζοντα δεν έβλεπες παρά ανθρώπους με φτυάρια.
Δεν έδωσα σημασία. Ξαναμπήκα στο σπίτι και δοκίμασα να βγω από τη πίσω πόρτα. Ήταν αδύνατο. Ξεκλειδώνοντας τη μια πόρτα, εμφανιζόταν μια δεύτερη, ξεκλειδώνοντας τη δεύτερη μια τρίτη, κι οι πόρτες δε τέλειωναν ποτέ.
Σκέφτηκα ν ανέβω στη ταράτσα, για λίγο καθαρό ή έστω καθαρότερο αέρα και για λίγο ανοιχτό ή έστω ανοιχτότερο ορίζοντα. Δυστυχώς εκεί πάνω είχε νύχτα. Μπορώ να πω ότι αυτή η ιδιόμορφη διαφοροποίηση ημέρας – νύχτας αν δε με ξάφνιασε, τουλάχιστον με ενόχλησε.
Κατέβηκα και πάλι στο δωμάτιό μου. Ένας κύριος με σμόκιν και φτερά αγγέλου μου ζήτησε να τον ακολουθήσω, προχώρησε προς την άκρη της τραπεζαρίας, άνοιξε μια καταπακτή δίπλα στο τζάκι και μου ψιθύρισε: ‘Από δω, από δω, από τον δρόμο των ερωτευμένων’.
Κατέβαινα επί μια ώρα μια σπειροειδή σκάλα. Προς το τέλος άρχισε να αχνοφαίνεται μια αχανής πεδιάδα μέσα σε ένα λεπτό αδιόρατο φως από τιρκουάζ, που έμοιαζε να ακτινοβολεί από μέσα, από το ίδιο το έδαφος. Άρχισα να προχωρώ με λαχτάρα προς μια απροσδιόριστη κατεύθυνση.
‘Τι με κινεί;’ σκέφτηκα, ‘και θέλω τόσο πολύ να φτάσω εκεί;’
Η πεδιάδα ήταν ξερή, άνυδρη, σκέτη έρημος και απλωνόταν μέχρι την άκρη του ορίζοντα. Και ξαφνικά διακρίνω μπροστά μου, στη μέση του πουθενά, ένα τριαντάφυλλο. Έσκυψα, το φίλησα, κι αυτό άρχισε να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, να μεγαλώνει χωρίς σταματημό. Και χωρίς να το καταλάβω γλίστρισα μέσα του και προσπαθούσα να ισορροπήσω ανάμεσα στα τεράστια κατακόκκινα πέταλα. Σε μια στιγμή έχασα την ισορροπία μου και μια μεθυστική μυρωδιά εισέβαλε στα πνευμόνια μου, τόσο μεθυστική που στο τέλος έγινε ανυπόφορη σα δηλητήριο. Έπρεπε να ξεφύγω πάση θυσία, αλλιώς θα πνιγόμουν…
Είδα πάλι δίπλα μου τον κύριο με το σμόκιν. ‘Μέσα, μέσα’, μου ψιθύρισε. Και πράγματι ανάμεσα στα τεράστια πέταλα ξεχώρισα τη σκοτεινή σήραγγα του μίσχου του. Αφέθηκα στη σκοτεινή αγκαλιά σαν μικρό παιδί. Έπεφτα επί ώρα μες στο απόλυτο σκοτάδι, μέχρι που η πίεση από τα τοιχώματα του μίσχου έγινε σχεδόν ανεπαίσθητη κι εγώ βρέθηκα στο κενό, όχι ακριβώς στο κενό, σε ένα διαστρικό κενό, καθώς μυριάδες αστέρια με παρατηρούσαν από παντού.
Είχα χάσει κάθε αίσθηση προσανατολισμού και βαρύτητας. Ένα απ τα αστέρια, το φωτεινότερο όλων, τουλάχιστον στη δική μου όραση, με υποδέχτηκε. Δεν έπεσα απότομα, δεν έπεσα καν, αυτό έπεσε πάνω μου, αλλά με την απαλότητα ενός μπαμπακιού. Ο κύριος με το σμόκιν, όρθιος και πάλι δίπλα μου, μου ψιθύρισε, ‘λάθος αστέρι κύριε, το δικό σας είναι το πάνω αριστερά’. Μου φάνηκε πολύ αστείος αυτός ο προσδιορισμός, τόσο το πάνω όσο και το αριστερά, γιατί το αστέρι μου είχε το μέγεθος μιας οβίδας κανονιού, ίσα-ίσα που με χωρούσε, οπότε το πάνω μπορούσε να είναι οπουδήποτε, όπως και το αριστερά.
Η προηγούμενη παρομοίωσή μου για το μέγεθος του αστεριού αποδείχτηκε ότι δεν περιείχε την παραμικρή αλληγορική διάσταση. Ήμουν όντως πάνω σε μια εκρηκτική ύλη, η οποία έσκασε με ένα τεράστιο κρότο, διαλυόμενη μαζί με εμένα [και τον κύριο με το σμόκιν;] σε μυριάδες σωματίδια.
Πού ανήκα πια; Ίσως σε όλα. Ένα όμως απ όλ’ αυτά μ ενδιέφερε, καθώς έπεσε πάνω σου, πάνω στο στήθος σου. Η μυρωδιά σου με συνέφερε. Απόκτησα πάλι το σώμα μου, ακούμπησα πάνω του τα συναισθήματα και τις σκέψεις μου και όρμησα με μανία να σε απολαύσω.
Σε περίμενα επί τόσο καιρό, το ξέρεις…
Κι ενώ, εγώ, ένας κόκκος απ τους μυριάδες κόκκους μου, αγωνιζόμουν να ανασυστήσω τη χαμένη μνήμη μου, εσύ με έπαιρνες βαθιά μέσα σου, εξαλείφοντας και τα τελευταία της ίχνη που μου είχαν απομείνει.
Χάθηκα για πάντα μες στην ευδαιμονία. Όσο για τους υπόλοιπους κόκκους δεν γνωρίζω, δεν ανήκουν πια στην αρμοδιότητά μου...

Copyright by Markos-the-Gnostic

11 comments:

Anonymous said...

Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.
Κοντά σου είναι η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
Ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.

Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κ' αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.

Κοντά σου η θλίψη, ανθίζει σα λουλούδι
κι' ανύποπτα περνά μεσ' στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι' όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.

[Μαρία Πολυδούρη,
Κοντά σου]

*La tua amante*

Χαρτοπόντικας said...

Πολύ ωραίο Μάρκε

markos-the-gnostic said...

anonymous
ευχαριστώ για το ποίημα
χ/π
χαίρομαι που σ άρεσε δύσκολε χ/π

Lady Lilith said...

Πολύ όμορφο Μάρκο μου...
Το παρακάτω είναι ένα ελάχιστο δείγμα από τα αποτελέσματα της... ανάδρασης!

An enormous heat has found me,
activating my thaw.
What a splendor while I melt!

Blessed is the instant
whereon I dropped into your existence.

Oh! How great was my desire
to become liquid again.

Σε φιλώ γλυκά

Alexandra said...

όταν ανοίγεις χαραμάδες στο υποσυνείδητο, σου κάνουν δώρα μαγικά!

Συμβολικός, σουρεαλιστικός και λίγο Μικρός Πρίγκηπας είσαι καλέ μου Μάρκο!

markos-the-gnostic said...

λίλιθ (προαιώνια ύπαρξη) όλα κινούνται μέσω της ανάδρασης κι αν μάλιστα διαλέξουν το μανιακό ρυθμό της αγάπης τότε η έκρηξη είναι μοιραία και γιατί όχι και αναγκαία

αλεξάνδρα χαίρομαι που σου άρεσε

παλιο-lizard είσαι πολύ ...παιδο

bebelac said...

Αχ επιτέλους! τώρα κατάλαβα τι είχε σταθεί στο στήθος μου και με δυσκόλευε στην αναπνοή!

114ΛΕΞΕΙΣ said...

‘Τι με κινεί;’ σκέφτηκα, ‘και θέλω τόσο πολύ να φτάσω εκεί;’

Κραταω αυτο το κυρίαρχο ερωτημα που σπανια διατυπώνουμε μπροστα στον καθρέφτη.

markos-the-gnostic said...

bebelac
μπα δεν νομίζω - αυτό δε συνέβη στον πλανήτη ΓΗ (και ούτε δημιουργεί βάρος)
padraze
όντως τα ένστικτα και τα κίνητρα μας είναι τα μεγαλύτερα μυστήρια

ange-ta said...

Ενώ έχεις ένα ωραίο ξεκίνημα, θυμίζει Αλίκη στην χώρα των θαυμάτων, στο τέλος καταλήγει σε μία ερωτική συνεύρεση και γίνεται πεζό. Θα μπορούσες λ.χ. να φτάσεις σε μία κβαντική χώρα, όπου κάτι συμβαίνει που κάτι έχει να πεί, κάτι διαφορετικό, κάτι άλλο. Ωραίος ο έρωτας, αλλά αμα τον πολυ-συζητάς, τον φθείρεις.

markos-the-gnostic said...

έχεις δίκιο ange-ta περί πεζότητας και μη των καταγραφών του έρωτα
εγώ όμως γράφω από ανάγκη, όχι για να αρέσω, και, όπως θα δεις, στα διάφορα ανηρτημένα μου, πάντα περικυκλώνω το ίδιο και το ίδιο θέμα