Wednesday, April 05, 2006

Έχει όρια η επιστήμη;


Ας ορίσουμε σαν αλήθεια - υπερ-πραγματικότητα αυτό που είναι και σαν πραγματικότητα την προβολή της αλήθειας στο 4-διάστατο χχ. συνεχές. Η πραγματικότητα είναι λοιπόν το σύνολο των μορφών και φαινομένων, τα οποία γίνονται αντιληπτά μέσω των αισθητηρίων οργάνων μας ή κάποιων μετρητικών διατάξεων, μέσω των οποίων τα φαινόμενα κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Κάτω από αυτή τη θεώρηση οι αισθήσεις μας αλλά και οι προεκτάσεις τους, όλες δηλ. οι δυνατές επιστημονικές μετρητικές διατάξεις, καθώς μετρούν χχ. συμβάντα, δεν μπορούν να καταγράψουν παρά μόνο φαινόμενα - προβολές και ποτέ τις καθαυτές δράσεις των οποίων προβολές αποτελούν τα υλικά φαινόμενα. Με άλλα λόγια η επιστήμη (και εν γένει η ανθρώπινη παρατήρηση) δεν ασχολείται με αυτή καθαυτή την αλήθεια, αλλά με μια προσαρμογή της στο 4-διάστατο χχ. συνεχές. Καταγράφει χχ. συμβάντα, τα οποία ερμηνεύει με βάση κάποιους νόμους, οι οποίοι εντάσσονται με συνέπεια μέσα στα χχ. πλαίσια. Ακόμα και η τυχόν εμφάνιση στο μέλλον συμβάντων που δεν εξηγούνται με τους σήμερα παραδεκτούς νόμους μπορούν να θεωρηθούν σαν αποτελέσματα της δράσης κάποιων άγνωστων ακόμη δυναμικών πεδίων, που δεν υπερβαίνουν όμως την αισθητή πραγματικότητα ή μπορούν να εξηγηθούν μέσω του χώρου πιθανοτήτων της κβαντομηχανικής. Εν συνόψει, υλικά όργανα ή διατάξεις δεν μπορούν παρά να καταγράφουν υλικές πραγματικότητες, και οι πραγματικότητες αυτές δεν θα μπορέσουν ποτέ να συνδεθούν πειστικά με κάποιον μη υλικό αιτιώδη παράγοντα, εφόσον θα ανακαλύπτεται ή θα εφευρίσκεται πάντοτε κάποιο χχ. μοντέλο που θα ερμηνεύει με αιτιώδη τρόπο αυτές τις πραγματικότητες. (Π.χ. η παγκόσμια έλξη περιγράφεται από το λεγόμενο βαρυτικό πεδίο, μια μαθηματική οντότητα άγνωστης προέλευσης που περιγράφει όμως με ακρίβεια όλα τα παρατηρούμενα φαινόμενα).
Ακόμη και αν υποστηριχθεί ότι το τάδε υλικό φαινόμενο είναι η απόληξη κάποιας μη υλικής αρχής, αυτό θα παραμένει πάντοτε μια μη αποδείξιμη υπόθεση. Π.χ. θέλω να περπατήσω και σαν συνέπεια κινούνται οι μύες των ποδιών μου οπότε και εμφανίζεται το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η διαδικασία από τη στιγμή που θα σταλεί το σήμα - εντολή από τον εγκέφαλο είναι επιστημονικά σχεδόν περιγεγραμμένη. Αλλά πώς η θέλησή μου (ένα, υποτίθεται, πνευματικής φύσεως γεγονός) καταλήγει στην εκπομπή του σήματος - εντολής (υλικό φαινόμενο) παραμένει ακόμη αίνιγμα. Πράγματι, οι μοναδικές ενδείξεις που έχουμε για κάποιον μη υλικό παράγοντα είναι η θέληση των ζώντων οργανισμών ως αίτιο δράσεως και επίτευξης συγκεκριμένων αισθητών αποτελεσμάτων καθώς και η φαντασία τους, ως δυνατότητα σχεδιασμού και ρύθμισης των συνθηκών έτσι ώστε να προκύψει κάποιο επιθυμητό αποτέλεσμα. Τέλος την σοβαρότερη ένδειξη αποτελεί η αυτο-αντίληψη ή συνείδηση, μια ικανότητα που φαίνεται να υπάρχει μόνο στον άνθρωπο. Αν δεν υπήρχαν οι ζώντες οργανισμοί θα μπορούσαν κάλλιστα όλα να ερμηνευτούν μέσω μιας υλικής νομοτέλειας, αυτο-ρυθμιζόμενης, χωρίς κανένα εμφανές κίνητρο ή σκοπό.
Η θέληση λοιπόν και η αντίληψη είναι οι μόνες ουσιαστικές ενδείξεις της ύπαρξης μιας υπερ- πραγματικότητας (γι’αυτό και η πανάρχαια εντολή ‘γνώθι σαυτόν’ μας παρακινεί να ξεκινήσουμε τις παρατηρήσεις μας από τον ίδιο τον εαυτό μας, γιατί είναι μια πύλη διαφυγής από τη συγκεκριμένη αισθητή πραγματικότητα). Αλλά ακόμη και σ’αυτήν την περίπτωση η παραδοχή ή όχι μιας πραγματικότητας που υπερβαίνει την εκάστοτε αισθητή ή μετρήσιμη πραγματικότητα είναι ένα ζήτημα υποκειμενικής - προσωπικής τοποθέτησης. Δηλαδή ή θα δεχθεί κάποιος την ύπαρξη ενός άγνωστου υπερβατικού παράγοντα που με τη μορφή της θέλησης και της αντίληψης επιφέρει υλικά αποτελέσματα ή θα δεχθεί ότι η θέληση και η αντίληψη είναι απλά επιφαινόμενα της ύλης, αποτελέσματα ηλεκτρο-χημικών αντιδράσεων που φαίνονται σαν αίτια που οδηγούν προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις (όντας όμως η τυχαία κατάληξη τυχαίων διαδικασιών που εκλαμβάνονται ψευδαισθητικά σαν υπερ-υλικά αίτια). Βέβαια όλα όσα γίνονται αισθητά στο Σύμπαν είναι υλικές καταγραφές και είναι θέμα του ερμηνευτή να θεωρήσει πίσω τους μια υπερ-υλική αιτία ή να τα θεωρήσει σαν μια φυσική συνέπεια και μεταμόρφωση υλικών ουσιών μέσω μιας αποκλειστικά υλικής νομοτέλειας.
Η παραδοχή ενός μη υλικού παράγοντα στα ζώα, στον άνθρωπο αλλά και σε ολόκληρη τη φύση σαν σύνολο, είναι βασικά μια ολόκληρη φιλοσοφική στάση ότι υπάρχει κάτι, που έχει κάποιο σχέδιο και τη θέληση να το πραγματοποιήσει, ενώ αντίθετα η άρνηση της ύπαρξης οποιουδήποτε στοιχείου πέραν της ύλης υπονοεί ότι όλα συμβαίνουν στη τύχη και ότι τόσο η αντίληψη της πραγματικότητας όσο και η θέληση για δράση παρουσιάζονται με τη ψευδαίσθηση των αιτίων ενώ είναι αποτελέσματα ηλεκτρο-χημικών διαδικασιών χωρίς νόημα και σκοπό.
Αρα μια επιστήμη που καταρχήν θα αποδέχεται την ύπαρξη μιας υπερ-πραγματικότητας και στη συνέχεια θα προσπαθεί να την εντοπίσει και να την μελετά δεν θα χρησιμοποιεί τα μέχρι τώρα χρησιμοποιούμενα εργαλεία, τα οποία μας έδωσαν την πληρέστερη δυνατή εικόνα της υλικής προβολής της υπερ-πραγματικότητας. Ποιά θα είναι τα κριτήρια ελέγχου των προτάσεωνμιας τέτοιας επιστήμης; Έχει νόημα η περιγραφή αυτής της υποτιθέμενης υπερ-πραγματικότητας, εφόσον κάθε περιγραφή ακολουθεί την δομή και τους όρους της αισθητής πραγματικότητας; Όλα αυτά τα ερωτήματα προς το παρόν είναι ανοικτά.

1 comment:

Χαρτοπόντικας said...

Το πρόβλημα της κατά τα άλλα εμπεριστατωμένης παρουσίασής σου είναι ότι για τα πέραν του υλικού κόσμου δεν έχει βρεθεί (ούτε καν προταθεί) καμιά σοβαρή ερχή ελεγξιμότητας.

Αν κολλάμε στην λάσπη μπορεί και νάναι γιατί γεννηθήκαμε γουρούνια. Αλλά η μοίρα μας είναι λάσπη ή ζαμπόν