
αν πολεμούσα…
αν αγαπούσα…
η σκέψη μου
θα έτρεχε μαζί μου;
θα πολεμούσε ένδοξα ξωτικά;
θα αγαπούσε ξεχασμένες ψυχές;
…
μάλλον
αυτός ο πελώριος πύργος
θα εισχωρούσε στη κόρη του ματιού μου
και όλα θα αποδεικνύονταν πόσο μικρά είναι…
Μόλις είχα αρχίσει να ξύνω με το ράμφος μου μια σχοινοτενή ακολουθία από παλιές τοιχογραφίες που είχαν καλυφθεί απ το χώμα και έβλεπα γεμάτος έκσταση τα χρώματα και τα σχέδια που ξεδιπλώνονταν σαν να γεννιούνται εκείνη τη στιγμή από τη δημιουργό πνοή που φυσούσε απαλά πάνω στην επιφάνεια του εδάφους…
Ο Αχιλλέας στη κηδεία του Έκτορα μες στην Αγια Σοφιά, ο Σίσυφος καθώς ανεβάζει τον βράχο ενώ τον παρακολουθεί αινιγματικά η Μαρία η Αιγυπτία, η Μαρία η Μαγδαληνή να πηδά στα ταυροκαθάψια και ο Μινώταυρος να την κοιτάζει χαιρέκακα, ο Απόλλωνας κι η Δάφνη να φιλιούνται με πάθος και τα μαλλιά τους να σκαλώνουν στα καρφιά του Εσταυρωμένου, η Παναγία κοιμωμένη και δίπλα της ο Ηρακλής με τη φαρέτρα να χτυπά τους διαβόλους που ήρθαν κι αυτοί να την προσκυνήσουν, η Αριάδνη να βοηθά με το κουβάρι της τον Χριστό δείχνοντάς του τους δρόμους των απόκληρων του Κάτω Κόσμου, ο Περσέας να γεννιέται από τη χρυσή βροχή του Δία και δίπλα του να μαλώνουν ο Πέτρος κι ο Ιωάννης για την πρωτοκαθεδρία, ο Μωυσής να κλαίει δίπλα στη σβησμένη βάτο απογοητευμένος που δεν πρόλαβε την παρουσία του Θεού, ο Ορφέας να σπάει απ΄ τα νεύρα του τη λύρα του καθώς πάντα του ξεφεύγει ο πρώτος – πρώτος ήχος της Δημιουργίας, δυο δεινόσαυροι να αγναντεύουν ο ένας τον άλλον κι ανάμεσα τους να τους ευλογεί σκαρφαλωμένος πάνω στον στύλο του ο Συμεών ο Στυλίτης, ο Σωκράτης αναψοκοκκινισμένος απ’ το πολύ κρασί να ρητορεύει για την επίδραση του ερυθρού οίνου στις παλλακίδες του Τάραντα, η Κλεοπάτρα να δηλητηριάζει το φίδι και γύρω της οι Παίδες εν Καμίνω, ο Βούδδας να κάθεται δίπλα στον Νώε κηρύσσοντας τη νιρβάνα στα ζώα της Κιβωτού, ο Νέρωνας να βαπτίζεται χριστιανός από τον Παύλο την ίδια ώρα που οι χριστιανοί πυρπολούν τη Ρώμη, ο Τζιορντάνο Μπρούνο να διδάσκει μες από την πυρά το δόγμα της Αγίας Τριάδος και γύρω του οι καρδινάλιοι να κρέμονται από τα χείλη του, ο Χριστός εκνευρισμένος που δεν τον καταλαβαίνει κανείς να στρέφεται προς τον Ιούδα παρακαλώντας τον να τον προδώσει για να γλιτώσει επιτέλους απ’ αυτόν τον κόσμο, ο Θησέας να ορμά στον Προκρούστη πού τραβά τον Εσταυρωμένο για να τον κόψει στα δύο, η Άρτεμις καβάλα στην δορκάδα να κυνηγά τον Άγιο Αντώνιο που την κρυφοκοιτάζει με πόθο, ο Ερμής να πετά μες στις κατακόμβες φέρνοντας τα μηνύματα των χαρούμενων θεών στους οπαδούς του μαρτυρίου και του πόνου, η σύντροφος του Κυρίου να χαμογελά, καθώς τα μακριά κατακόκκινα μαλλιά της συμπλέκονται ερωτικά με τα στήθη της, και δίπλα της ένας σπουργίτης με γαλάζια ουρά, εγώ ο ίδιος.
Copyright by Markos-the-Gnostic
Κατά Μάρκον [the-Gnostic]
Και μαζεύτηκαν όλοι για να δουν τη συντέλεια, o Ροντρίγκεζ, ο Μάρτιν, η Τζουλιάνα και η Αφροδίτη.
Ο Ροντρίγκεζ έστρεψε τα μάτια του προς τον ουρανό. Δεν υπήρχε τίποτε το αξιοσημείωτο. Η Τζουλιάνα αφουγκραζόταν την ατμόσφαιρα. Δεν ακουγόταν τίποτα το παράξενο. Ο Μάρτιν τσακωνόταν με την Αφροδίτη. Ούτε κι αυτό ήταν κάτι το ασυνήθιστο.
Μα πώς; Δεν ήταν η συντέλεια κάτι το σίγουρο; Αναμφισβήτητα. Τότε; Με ποιά μορφή θα γινόταν;
Ξάφνου ένιωσαν ένα απαλό αεράκι. Ενιωσαν στην αναπνοή τους ένα στίγμα πανάλαφρο. Όλα ήταν χαρούμενα. Δεν υπήρχε ανάγκη για τίποτε. Ένιωθαν σαν να μην έχουν καμία υπόσταση, σαν να μη παίζουν πλέον κανένα ρόλο.
...
Η συντέλεια γίνεται συνεχώς. Είναι τόσο διακριτική που δεν την προσέχει κανείς. Είναι σαν την αναπνοή μας ή τις ματιές μας. Είναι σαν την ομιλία, την αδιάφορη όμως και ανιαρή ομιλία. Είναι σαν τα φιλιά μας, αυτά που δίνουμε όμως εν παρενθέσει. Είναι σαν τον έρωτα προτού όμως γίνει αντιληπτός. Είναι σαν τα χάδια, λίγο πριν τα νιώσει ο άλλος. Είναι καθετί, όσο όμως δεν γίνεται αντιληπτό. Είναι ο θεός των άθεων, η αθωότητα του κακού και η κακία του άγιου.