Tuesday, March 13, 2007
Tuesday, March 06, 2007
Κρόνος ΙΙ
Όλοι μιλούν για τον χρόνο που περνά και δεν γερνά. Ήταν μια φορά κι ένα καιρό ένας βασιλιάς που τον έλεγαν Κρόνο. Είχε κακή φήμη, καθώς έλεγαν ότι είχε φάει όλα τα παιδιά του εκτός από ένα. Η γυναίκα του τον ξεγέλασε και του δοσε κι έφαγε μια πέτρα. Κι όλοι στο βασίλειο περίμεναν τον σωτήρα που θα φερνε και πάλι την αρετή και τη γαλήνη σ’ όλη τη χώρα.
Κι όντως μια μέρα ο γιος που όλοι περίμεναν ήρθε. Άλλοι τον έλεγαν Δία, άλλοι Διόνυσο, άλλοι Μίθρα, άλλοι Άδωνι, άλλοι Έρωτα κι άλλοι Χριστό. Οι περισσότεροι όμως τον αποκαλούσαν ο θεός χωρίς όνομα ή ο θεός με τα πολλά ονόματα.
Ήταν άραγε θεός; Ε, μάλλον, αφού κι ο Κρόνος κι η Ρέα ήταν θεοί. Μόλις το έμαθε ο Κρόνος έστειλε τη φρουρά του και τον συνέλαβε. Τον έριξαν σ’ ένα μπουντρούμι. Εκεί, μια παράξενη φράση ήταν γραμμένη πάνω απ’ τη πύλη, «η φυλακή του χρόνου». Και πράγματι από τη στιγμή που φυλάκισαν τον θεό χωρίς όνομα, άρχισαν να δουλεύουν όλα τα ρολόγια, ο χρόνος έγινε αδυσώπητος, όλοι αγχώνονταν να προλάβουν, και προγραμμάτιζαν τα πάντα λεπτό προς λεπτό. Τα παράπονα ήταν μεγάλα μέχρι που μια ομάδα πολιτών με όνομα ΑΚΧ (Αγωνιστές Κατάργησης Χρόνου) έκαναν διάβημα στον βασιλιά να απελευθερώσει το γιο του. Εκείνος όμως ήταν ανένδοτος. Και μια μέρα ο αρχηγός της ΑΚΧ με τη συνοδεία έξι ανδρών, γκρέμισαν τη πόρτα και μπήκαν στο μπουντρούμι. Εκεί τους περίμενε μια μεγάλη έκπληξη. Ο θεός ήταν νεκρός.
Έγιναν έξω φρενών. Ξεσήκωσαν όλη τη χώρα, εισέβαλαν στο παλάτι και όρμησαν και συνέλαβαν το βασιλιά. Ένα λαϊκό δικαστήριο τον καταδίκασε σε ισόβια εξορία στο Νησί των Μακάρων, ως υπεύθυνο για το θάνατο του γιου του.
Κι έτσι άρχισε μια νέα ζωή για το βασιλιά, μια μακάρια ζωή, και κανείς δεν κατάλαβε πώς ήταν δυνατόν μια ποινή να είναι τόσο καλή. Τα ρολόγια όμως συνέχισαν να χτυπούν. Και οι άνθρωποι συνέχισαν να αγχώνονται και να δυστυχούν.
Μέχρι που μια μέρα έπιασαν ένα ζητιάνο στα σύνορα της πόλης. Άλλοι τον έλεγαν τρελό κι άλλοι σοφό. Πήγε και του μίλησε ο αρχηγός της ΑΚΧ και του περιέγραψε όλα τα προβλήματα που είχαν ανακύψει. Κι ο ζητιάνος πρότεινε μια πολύ παράξενη λύση, να αναστήσουν το θεό χωρίς όνομα. Ο αρχηγός της ΑΚΧ κατάλαβε ότι όντως επρόκειτο περί τρελού και τον έκλεισαν στη φυλακή του χρόνου.
Πέρασαν οι μέρες, πέρασαν οι μήνες, πέρασαν τα χρόνια, η ΑΚΧ είχε πια διαλυθεί, ο αρχηγός του έφυγε απ’ τον κόσμο, πέρασαν αιώνες, πέρασαν χιλιετηρίδες. Ένας έμενε ίδιος και διηγιόντουσαν γι αυτόν από γενιά σε γενιά, ο ζητιάνος. Και μια μέρα τους πέρασε η σκέψη μήπως ο ζητιάνος αυτός ήταν ο χρόνος ο ίδιος που πάντα περνά αλλά ποτέ δε γερνά. Κι αποφάσισαν τότε να τον σκοτώσουν. Και πράγματι, μετά από τόσα και τόσα χρόνια, ο ζητιάνος επιτέλους πέθανε.
Ο χρόνος όμως και πάλι δεν καταργήθηκε. Και τώρα πια το πρόβλημα ήταν ακόμη μεγαλύτερο. Έπρεπε ν’ αναστήσουν και το θεό και το ζητιάνο. Κι όσο περισσότερους οι άνθρωποι σκοτώνουν, τόσο περισσότερους αναλαμβάνουν να αναστήσουν, αν θέλουν ακόμη να καταργήσουν τον χρόνο…
Copyright by Markos-the-Gnostic
Κι όντως μια μέρα ο γιος που όλοι περίμεναν ήρθε. Άλλοι τον έλεγαν Δία, άλλοι Διόνυσο, άλλοι Μίθρα, άλλοι Άδωνι, άλλοι Έρωτα κι άλλοι Χριστό. Οι περισσότεροι όμως τον αποκαλούσαν ο θεός χωρίς όνομα ή ο θεός με τα πολλά ονόματα.
Ήταν άραγε θεός; Ε, μάλλον, αφού κι ο Κρόνος κι η Ρέα ήταν θεοί. Μόλις το έμαθε ο Κρόνος έστειλε τη φρουρά του και τον συνέλαβε. Τον έριξαν σ’ ένα μπουντρούμι. Εκεί, μια παράξενη φράση ήταν γραμμένη πάνω απ’ τη πύλη, «η φυλακή του χρόνου». Και πράγματι από τη στιγμή που φυλάκισαν τον θεό χωρίς όνομα, άρχισαν να δουλεύουν όλα τα ρολόγια, ο χρόνος έγινε αδυσώπητος, όλοι αγχώνονταν να προλάβουν, και προγραμμάτιζαν τα πάντα λεπτό προς λεπτό. Τα παράπονα ήταν μεγάλα μέχρι που μια ομάδα πολιτών με όνομα ΑΚΧ (Αγωνιστές Κατάργησης Χρόνου) έκαναν διάβημα στον βασιλιά να απελευθερώσει το γιο του. Εκείνος όμως ήταν ανένδοτος. Και μια μέρα ο αρχηγός της ΑΚΧ με τη συνοδεία έξι ανδρών, γκρέμισαν τη πόρτα και μπήκαν στο μπουντρούμι. Εκεί τους περίμενε μια μεγάλη έκπληξη. Ο θεός ήταν νεκρός.
Έγιναν έξω φρενών. Ξεσήκωσαν όλη τη χώρα, εισέβαλαν στο παλάτι και όρμησαν και συνέλαβαν το βασιλιά. Ένα λαϊκό δικαστήριο τον καταδίκασε σε ισόβια εξορία στο Νησί των Μακάρων, ως υπεύθυνο για το θάνατο του γιου του.
Κι έτσι άρχισε μια νέα ζωή για το βασιλιά, μια μακάρια ζωή, και κανείς δεν κατάλαβε πώς ήταν δυνατόν μια ποινή να είναι τόσο καλή. Τα ρολόγια όμως συνέχισαν να χτυπούν. Και οι άνθρωποι συνέχισαν να αγχώνονται και να δυστυχούν.
Μέχρι που μια μέρα έπιασαν ένα ζητιάνο στα σύνορα της πόλης. Άλλοι τον έλεγαν τρελό κι άλλοι σοφό. Πήγε και του μίλησε ο αρχηγός της ΑΚΧ και του περιέγραψε όλα τα προβλήματα που είχαν ανακύψει. Κι ο ζητιάνος πρότεινε μια πολύ παράξενη λύση, να αναστήσουν το θεό χωρίς όνομα. Ο αρχηγός της ΑΚΧ κατάλαβε ότι όντως επρόκειτο περί τρελού και τον έκλεισαν στη φυλακή του χρόνου.
Πέρασαν οι μέρες, πέρασαν οι μήνες, πέρασαν τα χρόνια, η ΑΚΧ είχε πια διαλυθεί, ο αρχηγός του έφυγε απ’ τον κόσμο, πέρασαν αιώνες, πέρασαν χιλιετηρίδες. Ένας έμενε ίδιος και διηγιόντουσαν γι αυτόν από γενιά σε γενιά, ο ζητιάνος. Και μια μέρα τους πέρασε η σκέψη μήπως ο ζητιάνος αυτός ήταν ο χρόνος ο ίδιος που πάντα περνά αλλά ποτέ δε γερνά. Κι αποφάσισαν τότε να τον σκοτώσουν. Και πράγματι, μετά από τόσα και τόσα χρόνια, ο ζητιάνος επιτέλους πέθανε.
Ο χρόνος όμως και πάλι δεν καταργήθηκε. Και τώρα πια το πρόβλημα ήταν ακόμη μεγαλύτερο. Έπρεπε ν’ αναστήσουν και το θεό και το ζητιάνο. Κι όσο περισσότερους οι άνθρωποι σκοτώνουν, τόσο περισσότερους αναλαμβάνουν να αναστήσουν, αν θέλουν ακόμη να καταργήσουν τον χρόνο…
Copyright by Markos-the-Gnostic
Saturday, February 24, 2007
poem-53
καθώς τα μάτια της εισχωρούν στα μάτια του
ανοίγει τότε μια πληγή
…
από τη ρίζα της γης
μέχρι τα δάχτυλα τ’ ουρανού
ο θάνατος καραδοκεί
…
βέβαιος πως κάποτε
θα τα πάρει πίσω τα μάτια αυτά
όχι όμως και τη ματιά
καθώς αυτή δεν γεύτηκε ποτέ το χρόνο και την ηδονή
ανοίγει τότε μια πληγή
…
από τη ρίζα της γης
μέχρι τα δάχτυλα τ’ ουρανού
ο θάνατος καραδοκεί
…
βέβαιος πως κάποτε
θα τα πάρει πίσω τα μάτια αυτά
όχι όμως και τη ματιά
καθώς αυτή δεν γεύτηκε ποτέ το χρόνο και την ηδονή
Tuesday, February 20, 2007
Orick
Τώρα, καθώς καταπιανόμουνα να ολοκληρώσω ένα άρθρο, έπεσε η προσοχή μου στο όνομα ενός συγγραφέα, που είχα ως αναφορά, τον Orick… Δεν ξέρω πώς μου έκανε ένα πολύ ανώμαλο συνειρμό, και με πήγε στους Βίκινγκς, σ’ ένα άλμπουμ που συμπλήρωνα μικρός με χαρτάκια που βρίσκαμε μέσα στις σοκοφρέτες. Πιο συγκεκριμένα με πήγε σε μια απ τις εικόνες του άλμπουμ, μια εκστρατεία των Βίκινγκς, με κοκκινογένηδες άγριους καπετάνιους μέσα σε υπέροχα πολεμικά σκαριά…
Και τότε, ναι αυτό είναι το φοβερό, με είδα μπροστά μου ολοζώντανο, μικρό αγοράκι, να κοιτάζω με λαχτάρα ποιο χαρτάκι μου λείπει, και να κάνω σχέδια ανταλλαγών με τον Νίκο και τους άλλους φίλους που είχαν ενσκήψει με τον ίδιο ενθουσιασμό στο ίδιο εγχείρημα, στην πολυπόθητη συμπλήρωση των σελίδων του άλμπουμ. Η κατάσταση διευκολυνόταν από το γεγονός ότι είχαν διπλά κάποια χαρτάκια που μου έλειπαν, όπως κι εγώ είχα διπλά κάποια που τους έλειπαν. Όλο μου το πρόβλημα ήταν τα χαρτάκια. Κι η ευτυχία που θα αναδυόταν από τη συμπλήρωση της σελίδας των Βίκινγκς ήταν τόσο εφικτή και συνάμα τόσο σημαντική. Ανατρίχιασα στην ιδέα του τι συνιστούσε τότε την ευτυχία μου και τι την συνιστά τώρα. Ένοιωσα ότι δεν υπάρχει τίποτα ωραιότερο από τα μικρά προσδιορισμένα πράγματα. Ένοιωσα ένα σαδισμό του σύμπαντος και της φύσης που μας μυεί στη συνέχεια στη λατρεία του άγνωστου, του απροσδιόριστου και του άπειρου. Και νοστάλγησα πέρα για πέρα τις μέρες που όλη μου η αγωνία και η αδημονία περιστρεφόταν γύρω από αυτά τα χαρτάκια, τις μέρες όπου το Σύμπαν περιοριζόταν στη γειτονιά μου και οι ξένες χώρες ήταν το τέρμα των λεωφορείων του Προφήτη Ηλία, όπου ποτέ δεν είχα πάει και φάνταζε μέσα μου πιο μυστηριώδες και ανεξιχνίαστο κι απ τον μακρύτερο γαλαξία…
Και τότε, ναι αυτό είναι το φοβερό, με είδα μπροστά μου ολοζώντανο, μικρό αγοράκι, να κοιτάζω με λαχτάρα ποιο χαρτάκι μου λείπει, και να κάνω σχέδια ανταλλαγών με τον Νίκο και τους άλλους φίλους που είχαν ενσκήψει με τον ίδιο ενθουσιασμό στο ίδιο εγχείρημα, στην πολυπόθητη συμπλήρωση των σελίδων του άλμπουμ. Η κατάσταση διευκολυνόταν από το γεγονός ότι είχαν διπλά κάποια χαρτάκια που μου έλειπαν, όπως κι εγώ είχα διπλά κάποια που τους έλειπαν. Όλο μου το πρόβλημα ήταν τα χαρτάκια. Κι η ευτυχία που θα αναδυόταν από τη συμπλήρωση της σελίδας των Βίκινγκς ήταν τόσο εφικτή και συνάμα τόσο σημαντική. Ανατρίχιασα στην ιδέα του τι συνιστούσε τότε την ευτυχία μου και τι την συνιστά τώρα. Ένοιωσα ότι δεν υπάρχει τίποτα ωραιότερο από τα μικρά προσδιορισμένα πράγματα. Ένοιωσα ένα σαδισμό του σύμπαντος και της φύσης που μας μυεί στη συνέχεια στη λατρεία του άγνωστου, του απροσδιόριστου και του άπειρου. Και νοστάλγησα πέρα για πέρα τις μέρες που όλη μου η αγωνία και η αδημονία περιστρεφόταν γύρω από αυτά τα χαρτάκια, τις μέρες όπου το Σύμπαν περιοριζόταν στη γειτονιά μου και οι ξένες χώρες ήταν το τέρμα των λεωφορείων του Προφήτη Ηλία, όπου ποτέ δεν είχα πάει και φάνταζε μέσα μου πιο μυστηριώδες και ανεξιχνίαστο κι απ τον μακρύτερο γαλαξία…
Sunday, February 18, 2007
Take five
Μπαίνοντας κι εγώ στο παιχνίδι των 5 βασικών ή έστω κρυφών σημείων του χαρακτήρα μέσω της πρόσκλησης του χαρτοπόντικα, και άλλων ίσως συντρόφων, έχω να δηλώσω τα εξής:
1) ίσως τη ζωτικότερη θέση στη ζωή μου παίζει το ζήτημα του έρωτα. χμ. πώς εννοώ λοιπόν τον έρωτα; σαν μια προσπάθεια προσέγγισης κάποιου άλλου ανθρώπου που με ιντριγκάρει, αλλά ειδικής προσέγγισης με ένα τρόπο αμφίσημο, επιθετικό αλλά και βαθύτατα παθητικό, ακατανόητο ως προς τον αποδέκτη, αλλά και ως προς τον πομπό, που τελικά οδηγεί αντί στην βαθύτερη γνώση του εαυτού στην βαθιά επίγνωση ότι δεν υπάρχει εαυτός, και ότι όλα είναι παιχνίδια της πρωταρχικής ενέργειας.
2) μέσα σε ένα κόσμο που κύριο χαρακτηριστικό του είναι η απουσία νοήματος προσπαθώ μάταια αλλά δεν έχω και τι άλλο να κάνω πιο αξιοπρεπές να βρω ή μάλλον να δημιουργήσω, και ελπίζω ότι το νόημα που ξεπροβάλλει μες απ' αυτή τη διαδικασία αποκτά μια δική του ζωή και δημιουργεί αλυσιδωτά κι άλλα
3) μέσα απ' την επίγνωση ότι κάθε τι που γεννιέται έχει μέσα του τον σπόρο της αυτοκαταστροφής του, αγχώνομαι φοβερά και αποφασίζω να φτιάξω κάτι αιώνιο. το θέμα είναι αν αυτό μπορεί να επιβιώσει μέσα στον κόσμο ή στα όνειρα του κόσμου. στην ανάγκη θα αρκεστώ στα όνειρα
4) η ομορφιά με τραβά σαν μαγνήτης. προς τι άραγε, αφού δεν είναι σίγουρο ότι με γνωρίζει, ούτε καν ότι με θυμάται
5) όποτε κοιτάζω τους ανθρώπους, κοιτάζω τα μάτια τους. όσα απ' αυτά με ενδιαφέρουν με βάζουν σε άγχος, κατά πόσο με κοιτάζουν κι αυτά. τελικά όμως το αλληλοκοίταγμα δεν είναι η μόνη πραγματική επανάσταση, με όσες και όποιες συνέπειες;
Πετάω τη σκυτάλη, στους εξής, που ίσως ήδη τους έχουν πετάξει τη σκυτάλη:
Candy-Blue
I-potis
Padrazo
Lucy
Lady Lilith
και για να κάνω την εξαίρεση και άλλη μια
Aisthisis
1) ίσως τη ζωτικότερη θέση στη ζωή μου παίζει το ζήτημα του έρωτα. χμ. πώς εννοώ λοιπόν τον έρωτα; σαν μια προσπάθεια προσέγγισης κάποιου άλλου ανθρώπου που με ιντριγκάρει, αλλά ειδικής προσέγγισης με ένα τρόπο αμφίσημο, επιθετικό αλλά και βαθύτατα παθητικό, ακατανόητο ως προς τον αποδέκτη, αλλά και ως προς τον πομπό, που τελικά οδηγεί αντί στην βαθύτερη γνώση του εαυτού στην βαθιά επίγνωση ότι δεν υπάρχει εαυτός, και ότι όλα είναι παιχνίδια της πρωταρχικής ενέργειας.
2) μέσα σε ένα κόσμο που κύριο χαρακτηριστικό του είναι η απουσία νοήματος προσπαθώ μάταια αλλά δεν έχω και τι άλλο να κάνω πιο αξιοπρεπές να βρω ή μάλλον να δημιουργήσω, και ελπίζω ότι το νόημα που ξεπροβάλλει μες απ' αυτή τη διαδικασία αποκτά μια δική του ζωή και δημιουργεί αλυσιδωτά κι άλλα
3) μέσα απ' την επίγνωση ότι κάθε τι που γεννιέται έχει μέσα του τον σπόρο της αυτοκαταστροφής του, αγχώνομαι φοβερά και αποφασίζω να φτιάξω κάτι αιώνιο. το θέμα είναι αν αυτό μπορεί να επιβιώσει μέσα στον κόσμο ή στα όνειρα του κόσμου. στην ανάγκη θα αρκεστώ στα όνειρα
4) η ομορφιά με τραβά σαν μαγνήτης. προς τι άραγε, αφού δεν είναι σίγουρο ότι με γνωρίζει, ούτε καν ότι με θυμάται
5) όποτε κοιτάζω τους ανθρώπους, κοιτάζω τα μάτια τους. όσα απ' αυτά με ενδιαφέρουν με βάζουν σε άγχος, κατά πόσο με κοιτάζουν κι αυτά. τελικά όμως το αλληλοκοίταγμα δεν είναι η μόνη πραγματική επανάσταση, με όσες και όποιες συνέπειες;
Πετάω τη σκυτάλη, στους εξής, που ίσως ήδη τους έχουν πετάξει τη σκυτάλη:
Candy-Blue
I-potis
Padrazo
Lucy
Lady Lilith
και για να κάνω την εξαίρεση και άλλη μια
Aisthisis
Wednesday, February 07, 2007
Νικελο-κοβάλτιο: Μια άλλη αλχημική ματιά
Αναζητούσε την ευτυχία όχι των στιγμών, αλλά τη διαρκή. Την ευτυχία των στιγμών την ονόμαζε ηδονή. Την ευτυχία τη διαρκή την αποκαλούσε απλά ευτυχία.
Έφυγε από το σπίτι και χάθηκε μες στο πλήθος. Οι άνθρωποι που τον περιστοίχιζαν έμοιαζαν με κάμπιες που ενώνονταν η μια με την άλλη και φαίνονταν σα να σχηματίζουν ράγες τρένου. Οι ράγες ήταν φτιαγμένες από ένα ειδικό κράμα, νικελο-κοβάλτιο, νικέλιο 30%, κοβάλτιο 20% (το άλλο 50% ήταν άγνωστο).
Για την παραγωγή του νικελίου εργάζονταν στο μεγάλο φαράγγι της Σιέρρα Λεόνε επτακόσιοι τριάντα άντρες. Τρέφονταν με ταμπλέτες κοβαλτίου για να εξισορροπούν τα άλατα των κυττάρων τους. Πέθαιναν καθημερινά δέκα και αντικαθίστανταν άμεσα από μια ουρά εθελοντών που περίμεναν διακαώς τον θάνατο των συναδέλφων τους. Ένας απ’ αυτούς, ο Αμπάουμπα, ήταν ήδη νεκρός όταν ανέλαβε τη δουλειά. Είχε τρομερή ζωτικότητα. Και απέπνεε μια σιγουριά γύρω του, τη σιγουριά ότι θα την έβγαζε καθαρή ακόμη και στις πιο δύσκολες συνθήκες. Η πιθανότητα του θανάτου του είχε εκλείψει κι αυτό τον γέμιζε με μια απέραντη αισιοδοξία. Η γυναίκα του, η Μάουρα, ασχολιόταν με διακοσμήσεις κήπων και είχε φτιάξει μες στη μέση της ζούγκλας μοναδικά αίθρια, όπου τοποθετούσε φαύνους, σάτυρους και ερωτιδείς, σε στάσεις υπαινικτικές και δυσεύρετες. Η αδελφή της Μάουρα, η Τιτί, ήταν δασκάλα σουαχίλι. Έτσι γνώρισε τον Τζόρτζο, ένα Ναπολιτάνο μαφιόζο, που της υποσχέθηκε ότι θα την βγάλει από την ανέχεια, αρκεί να της έλεγε ένα ναι. Εκείνη τον τάραξε στα όχι, και ο Τζόρτζο, αφού ολοκλήρωσε τα μαθήματά του, γύρισε στη Νάπολη, συνεχίζοντας την επαγγελματική δραστηριότητα που εξασκούσε επί δεκαεννέα σχεδόν χρόνια, κατασκευάζοντας φάκες νικελο-κοβαλτίου, νικέλιο 30%, κοβάλτιο 20% (το άλλο 50% ήταν άγνωστο). Οι φάκες αυτές ήταν ειδικευμένες. Προορίζονταν για τη σύλληψη ποντικιών τραπεζών, και βασίζονταν στη μεγάλη επιθυμία τους για λαδωμένα χαρτονομίσματα.
Ο συριγμός ενός απ’ αυτά μόλις πιάστηκε στη φάκα, έφερε ένα απαίσιο αίσθημα ναυτίας στην Έλενα. Ζήτησε άδεια απ’ τον Διευθυντή της κι έφυγε μια ώρα νωρίτερα για το σπίτι της. Από την αηδία στον τρόμο. Η πόρτα του σπιτιού της ήταν παραβιασμένη. Η αγωνία της χτύπησε κόκκινο. Το τόλμησε. Πέρασε στην τραπεζαρία. Εκεί την περίμεναν δυο άντρες, την καλωσόρισαν, της πρότειναν να καθήσει και να λάβει μέρος στη συζήτησή τους. Ο ένας υποστήριζε ότι η ευτυχία μπορεί να έχει διάρκεια, ενώ ο άλλος ότι αποτελεί στιγμιαία έκφραση. Η Έλενα τους ανταπάντησε ότι το μόνο ζήτημα για το οποίο είχε διάθεση να συζητήσει εκείνη τη στιγμή ήταν η φύση της δυστυχίας και μάλιστα υποστήριζε με ιδιαίτερη πειθώ ότι η δυστυχία μπορεί να έχει διάρκεια και ότι στην περίπτωσή της προέβλεπε ότι θα επεκταθεί πλέον στο υπόλοιπο της ζωής της. Οι δυο άντρες εκνευρίστηκαν από τη πεσιμιστική της διάθεση, την έβρισαν πολύ άσχημα και την έδιωξαν απ’ το σπίτι της με κλωτσιές.
Η Έλενα βίωσε την απόλυτη απόγνωση. Στεναχωρημένη που δυσαρέστησε σε τέτοιο βαθμό τους άγνωστους φιλοξενούμενούς της, βρήκε διέξοδο σε μια συμφεροντολογική αλλά και παράδοξη κίνηση. Θα έφευγε αεροπορικά για τη Ρώμη για να επισκεφθεί τον ζωολογικό κήπο. Αυτό και έκανε. Εκεί θα έψαχνε για την περιοχή με τους μαύρους ιαγουάρους. Και πράγματι τη βρήκε. Εκεί θα συναντούσε κάποιον που θα της άρεσε. Και το έκανε. Και θα του ζητούσε να τον φιλοξενήσει για λίγο στο σπίτι του. Όπως και έγινε. Ο Μάρκο την κοιτούσε με απορία και ευχαρίστηση συνάμα. Σκέφτηκε για λίγο μήπως ήταν σαλεμένη, αλλά το ξεπέρασε γρήγορα, γιατί του άρεσαν πολύ τα μάτια της, τα οποία σχεδόν υπνωτιστικά τον καθοδηγούσαν να εκπληρώνει τις επιθυμίες της. Στο σπίτι τον περίμενε η γυναίκα του, η Πάολα. Με πολύ συνοπτικές διαδικασίες, ο Μάρκο της εξήγησε ότι έπρεπε να μεταφερθεί εκείνη για λίγο στον ξενώνα, γιατί θα κοιμόταν εκείνος στην κρεβατοκάμαρα με την Έλενα. Η Πάολα δεν έδειξε την αναμενόμενη ευγένεια, του έριξε ένα ξεγυρισμένο χαστούκι, του πρότεινε να πάει να γαμηθεί, κι έφυγε χτυπώντας με πάταγο την πόρτα. Ο Μάρκο μουρμούρισε κάτι μες απ’ τα δόντια του για την τρομακτική αγένεια αυτής της γυναίκας, που ως τότε πίστευε ότι την ήξερε καλά. Η Έλενα, ταραγμένη κι αυτή απ’ τη συμπεριφορά της Πάολα, πέταξε με μανία τα πράγματά της απ’ τα συρτάρια του κομοδίνου της, υποδηλώνοντας ότι από δω και στο εξής τα συρτάρια ήταν δικά της. Μετά άνοιξε την ντουλάπα, έβγαλε τα ρούχα της Πάολα και άρχισε να τα σκίζει επιδεικτικά. Μετά απ’ όλ’ αυτά ξάπλωσε ήρεμη στο μεγάλο ξύλινο κρεβάτι. Ήρθε κι ο Μάρκο και ξάπλωσε δίπλα της. Πήγε να της χαϊδέψει τα μαλλιά αλλά προτού προλάβει, η Έλενα τον έβρισε με τόσο χυδαία λόγια που δεν θυμόταν να τα χει ξανακούσει σε συνδυασμό από κανένα ως τότε. Της ζήτησε συγνώμη και συνέχισε το διάβασμα του αγαπημένου του βιβλίου, του DeProfundis του Oscar Wilde. Το απόγευμα η Έλενα του ζήτησε να της αδειάσει τη γωνιά. Δεν είχε την παραμικρή διάθεση, του είπε, να μοιράζεται το σπίτι της μ’ έναν άγνωστο. Ο Μάρκο κέρδισε με αγώνα μια παράταση δυο ημερών, αλλά την τρίτη μέρα το σπίτι ήταν πια δικό της.
Ο Μάρκο κοιμόταν από παγκάκι σε παγκάκι, ενώ η Πάολα έφυγε για τη Βενετία. Μετά από ένα μήνα συνάντησε σε ένα σοκάκι, κοντά στη Γέφυρα των Στεναγμών, τον Λουίτζι. Ήταν συντηρητής έργων τέχνης ειδεκευμένος στο μέταλλο. Την ξενάγησε στο εργαστήριό του. Της έδειξε έναν Αντίνοο από νικελο-κοβάλτιο, νικέλιο 30%, κοβάλτιο 20% (το άλλο 50% ήταν άγνωστο). Όσο εκείνος εργαζόταν, η Πάολα άρχισε να περιεργάζεται τα προς συντήρηση αγάλματα.
Είδε μια Γαλάτεια πανέμορφη. Δεν κατάλαβε γιατί χρειαζόταν συντήρηση. Φαινόταν σε τέλεια κατάσταση. Ρώτησε από περιέργεια τον Λουίτζι, κι εκείνος της απάντησε ενοχλημένος ότι την είχε εκεί για άλλο λόγο. Παρά την επιμονή της Πάολα, εκείνος συνέχισε να κρατά ερμητικά κλειστό το μυστικό του. Μετά από μέρες, σε μια στιγμή ευδιαθεσίας μετά από πολλαπλές μπύρες σ’ ένα μπαράκι στo κάμπο της Σάντα Μαργκερίτα, της εκμηστηρεύτηκε ότι πειραματιζόταν με τη Γαλάτεια σε σχέση με το σημείο G. Ήταν, όπως της είπε, ειδικός Τζιολόγος. Επειδή όμως θα ήταν αισχρό αν χρησιμοποιούσε γυναίκες μόνο και μόνο για να εντοπίζει την ακριβή θέση του σημείου G, έπαιρνε αγάλματα (περιέργως όμως μόνο αυτά που τον διήγειραν) και τα χτυπούσε με ένα ειδικό σφυράκι, οπότε το χτύπημα στο ακριβές σημείο δημιουργούσε μια μοναδική αντήχηση, που βεβαίωνε την επιτυχία του. Είχε εντοπίσει το σημείο G σε πολλές Αφροδίτες, Αρτέμιδες, Λήδες και Δάφνες αλλά αυτή η Γαλάτεια επέμενε να του ξεφεύγει. Η Παόλα, κατενθουσιαμένη από το χόμπυ του Λουίτζι, του είπε ότι ήταν πρόθυμη να συνεισφέρει με τον τρόπο της στην επιστήμη. Το επόμενο βράδυ, και κάθε βράδυ, η αντήχηση G από τις κραυγές της Πάολα γέμιζε το εργαστήρι του Λουίτζι σε τέτοιο βαθμό που ακόμη κι η δύσκολη Γαλάτεια στέναζε τζιωδώς, καθώς τα κύματα της ηδονής έπεφταν πάνω στο πολυπόθητο σημείο της.
Μια μέρα ένας αινιγματικός άντρας χτύπησε το κουδούνι στο εργαστήρι. Ο Λουίτζι ήταν απασχολημένος στην Πινακοθήκη, όπου μόλις είχε παραδώσει έναν Ηρακλή, οπότε βρήκε την Παόλα μόνη της σε μια απόπειρα αυτό-εντοπισμού του σημείου της G. Του άνοιξε την πόρτα ξαναμμένη, ενώ εκείνος την προσπέρασε αδιάφορα και κάθησε σε μια καρέκλα, απέναντι από έναν Αινεία. Το βλέμμα του ήταν έντονα συγκεντρωμένο και σκοτεινό. Η Πάολα φοβήθηκε. Όσο και να προσπάθησε και να του πιάσει την κουβέντα για να απαλύνει την ατμόσφαιρα, δεν τα κατάφερε. Πέρασε αρκετή ώρα σιωπής, μέχρι που επιτέλους τη ρώτησε τι θεωρεί ευτυχία. Εκείνη δεν ήξερε τι να πει. Οπότε ανέλαβε να δώσει ο ίδιος την απάντηση.
«Αυτός ο Αινείας είναι από νικελο-κοβάλτιο, νικέλιο 30%, κοβάλτιο 20% (το άλλο 50% ήταν άγνωστο). Πάντα ένα ποσοστό αφιερώνεται στην ευτυχία»
«Η ευτυχία μπορεί να διαρκέσει;» τον ρώτησε εκείνη.
Εκείνος γέλασε ηχηρά και της είπε:
«Η ευτυχία δεν έχει καμιά σχέση με τη διάρκεια. Είναι σημείο. Σχεδόν δεν υπάρχει»
Και συνέχισε:
«Με λένε Αντόνιο. Έλα μαζί μου»
Η Πάολα τον ακολούθησε χωρίς τον παραμικρό δισταγμό.
Την ίδια στιγμή η Ιρίνα, η αποθηκοφύλακας της Πινακοθήκης, έδινε στον Λουίτζι υπογεγραμμένα, τα έγγραφα παραλαβής του Ηρακλή. Γεμάτη άγχος, βιαζόταν σήμερα να φύγει, κι αυτό φαινόταν σε κάθε της κίνηση. Είχε κανονίσει ένα ραντεβού που δεν ήθελε με τίποτα να χάσει. Επιτέλους η Μιλένα είχε πειστεί. Παρόλο που δεν είχε καμιά ελπίδα να τη δει ερωτικά (καθώς είχε η Μιλένα είχε επί χρόνια δεσμό με ένα λιμενεργάτη από τη Γένοβα), τουλάχιστον είχε δεχτεί να βγει μαζί της. Θα δειπνούσαν μαζί, και το περισσότερο που θα τολμούσε θα ήταν το να της πιάσει το χέρι. Δεν θα υπήρχε τίποτα το παρεξηγήσιμο σε κάτι τέτοιο. Θα μπορούσε να είναι και μια ένδειξη απλής φιλίας. Σε λίγη ώρα κάθονταν σε μια τρατορία πάνω απ’ το μεγάλο κανάλι. Μια σκιά τις παρακολουθούσε έξω απ’ το παράθυρο, ο Αμπάουμπα. Είχε βαρεθεί τη Σιέρρα Λεόνε και τα μεταλλεία της. Είχε βαρεθεί την ίδια του τη ζωή, ή έστω τη μη ζωή. Αποφάσισε να κάνει ένα ταξίδι αναψυχής στη Γηραιά Ήπειρο, ξεκινώντας από την Ιταλία. Η γυναίκα του, η Μάουρα, το πήρε πολύ βαρειά. Άρχισε τη γκρίνια, ότι την αφήνει μόνη κι απροστάτευτη. Όταν πια κατάλαβε ότι δεν την έπαιρνε, τον άφησε. Τουλάχιστον δεν ανησυχούσε γι’ αυτόν. Το χειρότερο που μπορούσε να πάθει το είχε ήδη πάθει.
Ο Αμπάουμπα μπήκε στο εστιατόριο και ρώτησε την Ιρίνα και τη Μιλένα αν του επιτρέπουν να τις συνοδέψει. Η Μιλένα το βρήκε σαν την τελευταία διέξοδο από τη δύσκολη θέση που την έσερνε πλέον η Ιρίνα και του ένευσε θετικά. Η Ιρίνα κοκκίνησε σαν Τούρκος, πέταξε την πετσέτα πάνω στο φαγητό της, άφησε κι ένα ποσό για τον λογαριασμό και τους παράτησε. Χωρίς να το καταλάβει η Μιλένα, είχε μπει σε ένα δρόμο χωρίς επιστροφή. Άρχισε να γίνεται χλωμή σε τέτοιο βαθμό που σιγά-σιγά άρχισαν να εξαλείφονται τα όρια του προσώπου και του κορμιού της. Έγινε μια παλ οπτασία και σε λίγο ούτε κι αυτή. Κι η μορφή της μεταδιδόταν κύτταρο προς κύτταρο στον Αμπάουμπα, ο οποίος μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα την είχε απόλυτα ενσωματώσει.
Ο Αμπάουμπα είχε γυρίσει στον κόσμο των θνητών κι η Μιλένα ήταν πλέον ένα αποσαρκωμένο πνεύμα, καταδικασμένο να πλανιέται, μέχρις ότου βρει κάποιον που να την αποδεχθεί. Ο Αμπάουμπα που έγινε Μιλένα ή η Μιλένα που ήταν πριν Αμπάουμπα γεύθηκε με ικανοποίηση την τελευταία πιρουνιά από τη μακαρονάδα της κι έφυγε για το f-café, ένα φιλοσοφικό καφέ, όπου κάθε Τετάρτη συζητούσαν και από ένα διαφορετικό θέμα.
Το σημερινό θέμα ήταν η ευτυχία. Το είχε θέσει την προηγούμενη βδομάδα ο Μικέλε. Τους είχε ήδη προϊδεάσει. Την ευτυχία των στιγμών την ονόμαζε ηδονή. Εκείνος όμως έψαχνε μια άλλη ευτυχία, τη διαρκή, που την αποκαλούσε απλά ευτυχία. Ήταν όμως η ευτυχία εφικτή; Αυτό ήταν το προς συζήτηση θέμα. Ήταν ήδη εκεί μαζί με πέντε φίλους, μόνιμους θαμώνες του f-café. Περίμενε όμως την αγαπημένη του. Μόλις είδε τη Μιλένα, τους έδωσε το σύνθημα να ξεκινήσουν.
Η Μιλένα, που ως τότε συμμετείχε εύστοχα και λακωνικά, σχολιάζοντας μόνο τις γνώμες των άλλων, αυτή τη φορά είχε να πει πολλά.
«Ναι, τελικά υπάρχει. Είναι ένα περίεργο μίγμα. Το θυμάμαι απ’ τα μεταλλεία κάτω στη Σιέρρα. Για την ακρίβεια δεν είναι μίγμα, είναι μέρος του μίγματος. Είναι το άγνωστο μισό που συμπληρώνει το άλλο μισό. Είναι αυτό που όλοι μπορούν να ερμηνεύσουν κατά βούληση, γιατί ό,τι είναι άγνωστο είναι σαν να μην υπάρχει. Κι αν η ευτυχία δεν βρίσκεται ποτέ στην ύπαρξη, όπως έλεγε κι ο αγαπητός Σοπενάουερ, απ’ την άλλη συνοδεύει κάθε ύπαρξη, σαν αίσθηση ποιητική, σαν δημιουργία ενός κόσμου που δεν θα υπάρξει ποτέ».
Ο Μικέλε χαμογέλασε από ικανοποίηση. Τελικά η ευτυχία που τόσο αποζητούσε, ένιωσε ότι ήταν εφικτή. Ήταν, είναι και θα είναι στο μεταίχμιο, στη μετάβαση, στο κάθε μεταίχμιο, στη κάθε μετάβαση, εκεί που όλα άλλωστε είναι εφικτά…
Copyright by Markos-the-Gnostic
Έφυγε από το σπίτι και χάθηκε μες στο πλήθος. Οι άνθρωποι που τον περιστοίχιζαν έμοιαζαν με κάμπιες που ενώνονταν η μια με την άλλη και φαίνονταν σα να σχηματίζουν ράγες τρένου. Οι ράγες ήταν φτιαγμένες από ένα ειδικό κράμα, νικελο-κοβάλτιο, νικέλιο 30%, κοβάλτιο 20% (το άλλο 50% ήταν άγνωστο).
Για την παραγωγή του νικελίου εργάζονταν στο μεγάλο φαράγγι της Σιέρρα Λεόνε επτακόσιοι τριάντα άντρες. Τρέφονταν με ταμπλέτες κοβαλτίου για να εξισορροπούν τα άλατα των κυττάρων τους. Πέθαιναν καθημερινά δέκα και αντικαθίστανταν άμεσα από μια ουρά εθελοντών που περίμεναν διακαώς τον θάνατο των συναδέλφων τους. Ένας απ’ αυτούς, ο Αμπάουμπα, ήταν ήδη νεκρός όταν ανέλαβε τη δουλειά. Είχε τρομερή ζωτικότητα. Και απέπνεε μια σιγουριά γύρω του, τη σιγουριά ότι θα την έβγαζε καθαρή ακόμη και στις πιο δύσκολες συνθήκες. Η πιθανότητα του θανάτου του είχε εκλείψει κι αυτό τον γέμιζε με μια απέραντη αισιοδοξία. Η γυναίκα του, η Μάουρα, ασχολιόταν με διακοσμήσεις κήπων και είχε φτιάξει μες στη μέση της ζούγκλας μοναδικά αίθρια, όπου τοποθετούσε φαύνους, σάτυρους και ερωτιδείς, σε στάσεις υπαινικτικές και δυσεύρετες. Η αδελφή της Μάουρα, η Τιτί, ήταν δασκάλα σουαχίλι. Έτσι γνώρισε τον Τζόρτζο, ένα Ναπολιτάνο μαφιόζο, που της υποσχέθηκε ότι θα την βγάλει από την ανέχεια, αρκεί να της έλεγε ένα ναι. Εκείνη τον τάραξε στα όχι, και ο Τζόρτζο, αφού ολοκλήρωσε τα μαθήματά του, γύρισε στη Νάπολη, συνεχίζοντας την επαγγελματική δραστηριότητα που εξασκούσε επί δεκαεννέα σχεδόν χρόνια, κατασκευάζοντας φάκες νικελο-κοβαλτίου, νικέλιο 30%, κοβάλτιο 20% (το άλλο 50% ήταν άγνωστο). Οι φάκες αυτές ήταν ειδικευμένες. Προορίζονταν για τη σύλληψη ποντικιών τραπεζών, και βασίζονταν στη μεγάλη επιθυμία τους για λαδωμένα χαρτονομίσματα.
Ο συριγμός ενός απ’ αυτά μόλις πιάστηκε στη φάκα, έφερε ένα απαίσιο αίσθημα ναυτίας στην Έλενα. Ζήτησε άδεια απ’ τον Διευθυντή της κι έφυγε μια ώρα νωρίτερα για το σπίτι της. Από την αηδία στον τρόμο. Η πόρτα του σπιτιού της ήταν παραβιασμένη. Η αγωνία της χτύπησε κόκκινο. Το τόλμησε. Πέρασε στην τραπεζαρία. Εκεί την περίμεναν δυο άντρες, την καλωσόρισαν, της πρότειναν να καθήσει και να λάβει μέρος στη συζήτησή τους. Ο ένας υποστήριζε ότι η ευτυχία μπορεί να έχει διάρκεια, ενώ ο άλλος ότι αποτελεί στιγμιαία έκφραση. Η Έλενα τους ανταπάντησε ότι το μόνο ζήτημα για το οποίο είχε διάθεση να συζητήσει εκείνη τη στιγμή ήταν η φύση της δυστυχίας και μάλιστα υποστήριζε με ιδιαίτερη πειθώ ότι η δυστυχία μπορεί να έχει διάρκεια και ότι στην περίπτωσή της προέβλεπε ότι θα επεκταθεί πλέον στο υπόλοιπο της ζωής της. Οι δυο άντρες εκνευρίστηκαν από τη πεσιμιστική της διάθεση, την έβρισαν πολύ άσχημα και την έδιωξαν απ’ το σπίτι της με κλωτσιές.
Η Έλενα βίωσε την απόλυτη απόγνωση. Στεναχωρημένη που δυσαρέστησε σε τέτοιο βαθμό τους άγνωστους φιλοξενούμενούς της, βρήκε διέξοδο σε μια συμφεροντολογική αλλά και παράδοξη κίνηση. Θα έφευγε αεροπορικά για τη Ρώμη για να επισκεφθεί τον ζωολογικό κήπο. Αυτό και έκανε. Εκεί θα έψαχνε για την περιοχή με τους μαύρους ιαγουάρους. Και πράγματι τη βρήκε. Εκεί θα συναντούσε κάποιον που θα της άρεσε. Και το έκανε. Και θα του ζητούσε να τον φιλοξενήσει για λίγο στο σπίτι του. Όπως και έγινε. Ο Μάρκο την κοιτούσε με απορία και ευχαρίστηση συνάμα. Σκέφτηκε για λίγο μήπως ήταν σαλεμένη, αλλά το ξεπέρασε γρήγορα, γιατί του άρεσαν πολύ τα μάτια της, τα οποία σχεδόν υπνωτιστικά τον καθοδηγούσαν να εκπληρώνει τις επιθυμίες της. Στο σπίτι τον περίμενε η γυναίκα του, η Πάολα. Με πολύ συνοπτικές διαδικασίες, ο Μάρκο της εξήγησε ότι έπρεπε να μεταφερθεί εκείνη για λίγο στον ξενώνα, γιατί θα κοιμόταν εκείνος στην κρεβατοκάμαρα με την Έλενα. Η Πάολα δεν έδειξε την αναμενόμενη ευγένεια, του έριξε ένα ξεγυρισμένο χαστούκι, του πρότεινε να πάει να γαμηθεί, κι έφυγε χτυπώντας με πάταγο την πόρτα. Ο Μάρκο μουρμούρισε κάτι μες απ’ τα δόντια του για την τρομακτική αγένεια αυτής της γυναίκας, που ως τότε πίστευε ότι την ήξερε καλά. Η Έλενα, ταραγμένη κι αυτή απ’ τη συμπεριφορά της Πάολα, πέταξε με μανία τα πράγματά της απ’ τα συρτάρια του κομοδίνου της, υποδηλώνοντας ότι από δω και στο εξής τα συρτάρια ήταν δικά της. Μετά άνοιξε την ντουλάπα, έβγαλε τα ρούχα της Πάολα και άρχισε να τα σκίζει επιδεικτικά. Μετά απ’ όλ’ αυτά ξάπλωσε ήρεμη στο μεγάλο ξύλινο κρεβάτι. Ήρθε κι ο Μάρκο και ξάπλωσε δίπλα της. Πήγε να της χαϊδέψει τα μαλλιά αλλά προτού προλάβει, η Έλενα τον έβρισε με τόσο χυδαία λόγια που δεν θυμόταν να τα χει ξανακούσει σε συνδυασμό από κανένα ως τότε. Της ζήτησε συγνώμη και συνέχισε το διάβασμα του αγαπημένου του βιβλίου, του DeProfundis του Oscar Wilde. Το απόγευμα η Έλενα του ζήτησε να της αδειάσει τη γωνιά. Δεν είχε την παραμικρή διάθεση, του είπε, να μοιράζεται το σπίτι της μ’ έναν άγνωστο. Ο Μάρκο κέρδισε με αγώνα μια παράταση δυο ημερών, αλλά την τρίτη μέρα το σπίτι ήταν πια δικό της.
Ο Μάρκο κοιμόταν από παγκάκι σε παγκάκι, ενώ η Πάολα έφυγε για τη Βενετία. Μετά από ένα μήνα συνάντησε σε ένα σοκάκι, κοντά στη Γέφυρα των Στεναγμών, τον Λουίτζι. Ήταν συντηρητής έργων τέχνης ειδεκευμένος στο μέταλλο. Την ξενάγησε στο εργαστήριό του. Της έδειξε έναν Αντίνοο από νικελο-κοβάλτιο, νικέλιο 30%, κοβάλτιο 20% (το άλλο 50% ήταν άγνωστο). Όσο εκείνος εργαζόταν, η Πάολα άρχισε να περιεργάζεται τα προς συντήρηση αγάλματα.
Είδε μια Γαλάτεια πανέμορφη. Δεν κατάλαβε γιατί χρειαζόταν συντήρηση. Φαινόταν σε τέλεια κατάσταση. Ρώτησε από περιέργεια τον Λουίτζι, κι εκείνος της απάντησε ενοχλημένος ότι την είχε εκεί για άλλο λόγο. Παρά την επιμονή της Πάολα, εκείνος συνέχισε να κρατά ερμητικά κλειστό το μυστικό του. Μετά από μέρες, σε μια στιγμή ευδιαθεσίας μετά από πολλαπλές μπύρες σ’ ένα μπαράκι στo κάμπο της Σάντα Μαργκερίτα, της εκμηστηρεύτηκε ότι πειραματιζόταν με τη Γαλάτεια σε σχέση με το σημείο G. Ήταν, όπως της είπε, ειδικός Τζιολόγος. Επειδή όμως θα ήταν αισχρό αν χρησιμοποιούσε γυναίκες μόνο και μόνο για να εντοπίζει την ακριβή θέση του σημείου G, έπαιρνε αγάλματα (περιέργως όμως μόνο αυτά που τον διήγειραν) και τα χτυπούσε με ένα ειδικό σφυράκι, οπότε το χτύπημα στο ακριβές σημείο δημιουργούσε μια μοναδική αντήχηση, που βεβαίωνε την επιτυχία του. Είχε εντοπίσει το σημείο G σε πολλές Αφροδίτες, Αρτέμιδες, Λήδες και Δάφνες αλλά αυτή η Γαλάτεια επέμενε να του ξεφεύγει. Η Παόλα, κατενθουσιαμένη από το χόμπυ του Λουίτζι, του είπε ότι ήταν πρόθυμη να συνεισφέρει με τον τρόπο της στην επιστήμη. Το επόμενο βράδυ, και κάθε βράδυ, η αντήχηση G από τις κραυγές της Πάολα γέμιζε το εργαστήρι του Λουίτζι σε τέτοιο βαθμό που ακόμη κι η δύσκολη Γαλάτεια στέναζε τζιωδώς, καθώς τα κύματα της ηδονής έπεφταν πάνω στο πολυπόθητο σημείο της.
Μια μέρα ένας αινιγματικός άντρας χτύπησε το κουδούνι στο εργαστήρι. Ο Λουίτζι ήταν απασχολημένος στην Πινακοθήκη, όπου μόλις είχε παραδώσει έναν Ηρακλή, οπότε βρήκε την Παόλα μόνη της σε μια απόπειρα αυτό-εντοπισμού του σημείου της G. Του άνοιξε την πόρτα ξαναμμένη, ενώ εκείνος την προσπέρασε αδιάφορα και κάθησε σε μια καρέκλα, απέναντι από έναν Αινεία. Το βλέμμα του ήταν έντονα συγκεντρωμένο και σκοτεινό. Η Πάολα φοβήθηκε. Όσο και να προσπάθησε και να του πιάσει την κουβέντα για να απαλύνει την ατμόσφαιρα, δεν τα κατάφερε. Πέρασε αρκετή ώρα σιωπής, μέχρι που επιτέλους τη ρώτησε τι θεωρεί ευτυχία. Εκείνη δεν ήξερε τι να πει. Οπότε ανέλαβε να δώσει ο ίδιος την απάντηση.
«Αυτός ο Αινείας είναι από νικελο-κοβάλτιο, νικέλιο 30%, κοβάλτιο 20% (το άλλο 50% ήταν άγνωστο). Πάντα ένα ποσοστό αφιερώνεται στην ευτυχία»
«Η ευτυχία μπορεί να διαρκέσει;» τον ρώτησε εκείνη.
Εκείνος γέλασε ηχηρά και της είπε:
«Η ευτυχία δεν έχει καμιά σχέση με τη διάρκεια. Είναι σημείο. Σχεδόν δεν υπάρχει»
Και συνέχισε:
«Με λένε Αντόνιο. Έλα μαζί μου»
Η Πάολα τον ακολούθησε χωρίς τον παραμικρό δισταγμό.
Την ίδια στιγμή η Ιρίνα, η αποθηκοφύλακας της Πινακοθήκης, έδινε στον Λουίτζι υπογεγραμμένα, τα έγγραφα παραλαβής του Ηρακλή. Γεμάτη άγχος, βιαζόταν σήμερα να φύγει, κι αυτό φαινόταν σε κάθε της κίνηση. Είχε κανονίσει ένα ραντεβού που δεν ήθελε με τίποτα να χάσει. Επιτέλους η Μιλένα είχε πειστεί. Παρόλο που δεν είχε καμιά ελπίδα να τη δει ερωτικά (καθώς είχε η Μιλένα είχε επί χρόνια δεσμό με ένα λιμενεργάτη από τη Γένοβα), τουλάχιστον είχε δεχτεί να βγει μαζί της. Θα δειπνούσαν μαζί, και το περισσότερο που θα τολμούσε θα ήταν το να της πιάσει το χέρι. Δεν θα υπήρχε τίποτα το παρεξηγήσιμο σε κάτι τέτοιο. Θα μπορούσε να είναι και μια ένδειξη απλής φιλίας. Σε λίγη ώρα κάθονταν σε μια τρατορία πάνω απ’ το μεγάλο κανάλι. Μια σκιά τις παρακολουθούσε έξω απ’ το παράθυρο, ο Αμπάουμπα. Είχε βαρεθεί τη Σιέρρα Λεόνε και τα μεταλλεία της. Είχε βαρεθεί την ίδια του τη ζωή, ή έστω τη μη ζωή. Αποφάσισε να κάνει ένα ταξίδι αναψυχής στη Γηραιά Ήπειρο, ξεκινώντας από την Ιταλία. Η γυναίκα του, η Μάουρα, το πήρε πολύ βαρειά. Άρχισε τη γκρίνια, ότι την αφήνει μόνη κι απροστάτευτη. Όταν πια κατάλαβε ότι δεν την έπαιρνε, τον άφησε. Τουλάχιστον δεν ανησυχούσε γι’ αυτόν. Το χειρότερο που μπορούσε να πάθει το είχε ήδη πάθει.
Ο Αμπάουμπα μπήκε στο εστιατόριο και ρώτησε την Ιρίνα και τη Μιλένα αν του επιτρέπουν να τις συνοδέψει. Η Μιλένα το βρήκε σαν την τελευταία διέξοδο από τη δύσκολη θέση που την έσερνε πλέον η Ιρίνα και του ένευσε θετικά. Η Ιρίνα κοκκίνησε σαν Τούρκος, πέταξε την πετσέτα πάνω στο φαγητό της, άφησε κι ένα ποσό για τον λογαριασμό και τους παράτησε. Χωρίς να το καταλάβει η Μιλένα, είχε μπει σε ένα δρόμο χωρίς επιστροφή. Άρχισε να γίνεται χλωμή σε τέτοιο βαθμό που σιγά-σιγά άρχισαν να εξαλείφονται τα όρια του προσώπου και του κορμιού της. Έγινε μια παλ οπτασία και σε λίγο ούτε κι αυτή. Κι η μορφή της μεταδιδόταν κύτταρο προς κύτταρο στον Αμπάουμπα, ο οποίος μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα την είχε απόλυτα ενσωματώσει.
Ο Αμπάουμπα είχε γυρίσει στον κόσμο των θνητών κι η Μιλένα ήταν πλέον ένα αποσαρκωμένο πνεύμα, καταδικασμένο να πλανιέται, μέχρις ότου βρει κάποιον που να την αποδεχθεί. Ο Αμπάουμπα που έγινε Μιλένα ή η Μιλένα που ήταν πριν Αμπάουμπα γεύθηκε με ικανοποίηση την τελευταία πιρουνιά από τη μακαρονάδα της κι έφυγε για το f-café, ένα φιλοσοφικό καφέ, όπου κάθε Τετάρτη συζητούσαν και από ένα διαφορετικό θέμα.
Το σημερινό θέμα ήταν η ευτυχία. Το είχε θέσει την προηγούμενη βδομάδα ο Μικέλε. Τους είχε ήδη προϊδεάσει. Την ευτυχία των στιγμών την ονόμαζε ηδονή. Εκείνος όμως έψαχνε μια άλλη ευτυχία, τη διαρκή, που την αποκαλούσε απλά ευτυχία. Ήταν όμως η ευτυχία εφικτή; Αυτό ήταν το προς συζήτηση θέμα. Ήταν ήδη εκεί μαζί με πέντε φίλους, μόνιμους θαμώνες του f-café. Περίμενε όμως την αγαπημένη του. Μόλις είδε τη Μιλένα, τους έδωσε το σύνθημα να ξεκινήσουν.
Η Μιλένα, που ως τότε συμμετείχε εύστοχα και λακωνικά, σχολιάζοντας μόνο τις γνώμες των άλλων, αυτή τη φορά είχε να πει πολλά.
«Ναι, τελικά υπάρχει. Είναι ένα περίεργο μίγμα. Το θυμάμαι απ’ τα μεταλλεία κάτω στη Σιέρρα. Για την ακρίβεια δεν είναι μίγμα, είναι μέρος του μίγματος. Είναι το άγνωστο μισό που συμπληρώνει το άλλο μισό. Είναι αυτό που όλοι μπορούν να ερμηνεύσουν κατά βούληση, γιατί ό,τι είναι άγνωστο είναι σαν να μην υπάρχει. Κι αν η ευτυχία δεν βρίσκεται ποτέ στην ύπαρξη, όπως έλεγε κι ο αγαπητός Σοπενάουερ, απ’ την άλλη συνοδεύει κάθε ύπαρξη, σαν αίσθηση ποιητική, σαν δημιουργία ενός κόσμου που δεν θα υπάρξει ποτέ».
Ο Μικέλε χαμογέλασε από ικανοποίηση. Τελικά η ευτυχία που τόσο αποζητούσε, ένιωσε ότι ήταν εφικτή. Ήταν, είναι και θα είναι στο μεταίχμιο, στη μετάβαση, στο κάθε μεταίχμιο, στη κάθε μετάβαση, εκεί που όλα άλλωστε είναι εφικτά…
Copyright by Markos-the-Gnostic
Tuesday, February 06, 2007
poem-46
Εγώ
εκεί μπροστά
διηθούσα νοήματα
μες απ τα φίλτρα
των ψευδαισθήσεων
των δικών μου αισθήσεων
της μόνης αλήθειας
…
Εσύ
απέναντι
ύψωνες μια πολεμίστρα
για να σωθείς ή να αλωθείς
απ τους ανθρώπους
ή τους ανθρωπολάλους
τους μόνους αντιπάλους
εκεί μπροστά
διηθούσα νοήματα
μες απ τα φίλτρα
των ψευδαισθήσεων
των δικών μου αισθήσεων
της μόνης αλήθειας
…
Εσύ
απέναντι
ύψωνες μια πολεμίστρα
για να σωθείς ή να αλωθείς
απ τους ανθρώπους
ή τους ανθρωπολάλους
τους μόνους αντιπάλους
Saturday, February 03, 2007
με αφορμή τον Ναό της Πόλης, ένα τετραγωνισμένο μονόλιθο
αρ-νουβώ βεληνεκούς πυρίχειου
στριμωγμένα φτερά
ο κάτω κόσμος σε αναταραχή
η φύση τολμά να αλωθεί
η ηδονή του τέλους
η γυναίκα
ως επίκεντρο του χρυσού χώματος
οι υπόλοιποι ας ελπίζουν…
στριμωγμένα φτερά
ο κάτω κόσμος σε αναταραχή
η φύση τολμά να αλωθεί
η ηδονή του τέλους
η γυναίκα
ως επίκεντρο του χρυσού χώματος
οι υπόλοιποι ας ελπίζουν…
Friday, January 19, 2007
poem-42
κάποιες φορές τα πρόσωπα
γλιστρούν
κι από αγάπη
σε χρώματα διανύονται
τ’ απογεύματα όμως
οι φράσεις περιμένουν
και το λιμάνι ίχνος ματιών
…
δισταγμός
…
το φιλί
ανάμνηση δεν ήταν
ήχος
απώλεια συναρπαστική
εξαίρεση
σε μακριά μαλλιά πλεγμένη
γλιστρούν
κι από αγάπη
σε χρώματα διανύονται
τ’ απογεύματα όμως
οι φράσεις περιμένουν
και το λιμάνι ίχνος ματιών
…
δισταγμός
…
το φιλί
ανάμνηση δεν ήταν
ήχος
απώλεια συναρπαστική
εξαίρεση
σε μακριά μαλλιά πλεγμένη
Eros vs poetry
Η ομορφιά είναι χαρά παντοτινή
Keats
Ενώ συζητούσα με μια φίλη μου για την προτεραιότητα ανάμεσα στη ποίηση και τον έρωτα, όπου εκείνη υποστήριζε ότι η ποίηση είναι το έσχατο θεμέλιο, ενώ εγώ έδινα αυτό το ρόλο στον έρωτα, άρχισα να αισθάνομαι μια υπαρξιακή ζάλη, όπου οι αρχικές έννοιες έχαναν το διακριτικό τους περιεχόμενο και γίνονταν ρευστές δίνες, μες στις οποίες ελίσσοταν η ψυχή μου.
Μες απ τις δίνες αυτές είδα να ξεπροβάλλει ο Έρωτας σαν κατσικοπόδαρος σάτυρος που με τις πονηρές ματιές του έδινε το σύνθημα για κάθε κίνηση, για κάθε ύπαρξη, για κάθε δράση, είτε σκόπιμη είτε μάταιη, όσο μπορούν να υφίστανται τέτοια ανθρωπικά νοήματα μες στο αρχικό συμπαντικό μάγμα.
Ανάμεσα στ’ ανοιχτά του πόδια κυλούσε η Ποίηση, μια βυσσινιά σπειροειδής κορδέλα που ερχόταν απ’ το άπειρο και βυθιζόταν μες στο πουθενά και πάνω της ήταν γραμμένα τα παρελθόντα, τα παρόντα και τα μέλλοντα, μα κυρίως τα μέλλοντα, τα υπαρκτά και τα ανύπαρκτα, μα κυρίως τα ανύπαρκτα, τα δυνατά και τα αδύνατα, μα κυρίως τα αδύνατα, οι προθέσεις οι πραγματοποιημένες κι οι απραγματοποίητες, μα κυρίως οι απραγματοποίητες, κι ανάμεσα σ’ όλες αυτές τις φράσεις και τα ονόματα μια χρυσή κλωστή σχηματοποιούσε μια άλλη ιστορία παράξενη και δυσνόητη.
Καθώς με είδε ο Έρωτας να δυσκολεύομαι να κατανοήσω ακόμη και να διαβάσω την ιστορία αυτή, μου έδωσε ένα ζευγάρι χρυσά γυαλιά. Τα φόρεσα κι ένας κρότος ήχησε μες στα σπλάχνα μου, τόσο έντονος που μου ταρακούνησε την καρδιά. Και βρέθηκα να κυλάω μες στη κλωστή με μια ταχύτητα που μου έκοβε την ανάσα. Και δίπλα μου ένας φτερωτός ερωτιδέας έσχιζε τον αέρα πετώντας με ορμή ανοίκεια και μου σιγοψιθύριζε την ιστορία που διέγραφε η χρυσή κλωστή.
«
Ζούσε κάποτε σε μια σπηλιά μια κοπέλα που δεν γερνούσε ποτέ. Είχε κατακόκκινα μαλλιά που έπεφταν μπρος στα μάτια της, μπλέκονταν ανάμεσα στα στήθη της, άγγιζαν την ήβη της και χάιδευαν τα άσπρα αγαλματένια πόδια της. Την έλεγαν Ομορφιά. Ήταν πολύ όμορφη μα εκείνη δεν το ήξερε γιατί δεν είχε κανένα να της το πει. Έτσι πέρασαν οι μέρες, τα χρόνια, οι αιώνες, χωρίς τίποτα να συμβαίνει. Κι έτσι γι αυτήν ήταν σαν μην είχε περάσει ούτε στιγμή, κι ίσως να ήταν κι έτσι…
Μια μέρα όμως εμφανίστηκε ένα αγόρι που το έλεγαν Έρωτα. Μόλις την είδε θαμπώθηκε απ’ την ομορφιά της, ζαλίστηκε, έπεσε στην αγκαλιά της και τη ρώτησε πώς τη λένε. Εκείνη δεν του απάντησε κι έτσι εκείνος πήρε το θάρρος να της δώσει ένα όνομα που σκέφτηκε μόλις εκείνη τη στιγμή.
‘Είσαι η Ποίηση που όλα τα βλέπει όπως δεν είναι κι όλα τα κάνει όπως τα θέλει’.
Κι έτσι η Ομορφιά έγινε Ποίηση, κι από τότε κάθε ποιητής που γεννιέται στον κόσμο πλάθει βήμα-βήμα το κορμί της, μέχρι που μια μέρα ομορφιά και κόσμος θα έχουν γίνει ένα.
»
Copyright by Markos-the-Gnostic
Keats
Ενώ συζητούσα με μια φίλη μου για την προτεραιότητα ανάμεσα στη ποίηση και τον έρωτα, όπου εκείνη υποστήριζε ότι η ποίηση είναι το έσχατο θεμέλιο, ενώ εγώ έδινα αυτό το ρόλο στον έρωτα, άρχισα να αισθάνομαι μια υπαρξιακή ζάλη, όπου οι αρχικές έννοιες έχαναν το διακριτικό τους περιεχόμενο και γίνονταν ρευστές δίνες, μες στις οποίες ελίσσοταν η ψυχή μου.
Μες απ τις δίνες αυτές είδα να ξεπροβάλλει ο Έρωτας σαν κατσικοπόδαρος σάτυρος που με τις πονηρές ματιές του έδινε το σύνθημα για κάθε κίνηση, για κάθε ύπαρξη, για κάθε δράση, είτε σκόπιμη είτε μάταιη, όσο μπορούν να υφίστανται τέτοια ανθρωπικά νοήματα μες στο αρχικό συμπαντικό μάγμα.
Ανάμεσα στ’ ανοιχτά του πόδια κυλούσε η Ποίηση, μια βυσσινιά σπειροειδής κορδέλα που ερχόταν απ’ το άπειρο και βυθιζόταν μες στο πουθενά και πάνω της ήταν γραμμένα τα παρελθόντα, τα παρόντα και τα μέλλοντα, μα κυρίως τα μέλλοντα, τα υπαρκτά και τα ανύπαρκτα, μα κυρίως τα ανύπαρκτα, τα δυνατά και τα αδύνατα, μα κυρίως τα αδύνατα, οι προθέσεις οι πραγματοποιημένες κι οι απραγματοποίητες, μα κυρίως οι απραγματοποίητες, κι ανάμεσα σ’ όλες αυτές τις φράσεις και τα ονόματα μια χρυσή κλωστή σχηματοποιούσε μια άλλη ιστορία παράξενη και δυσνόητη.
Καθώς με είδε ο Έρωτας να δυσκολεύομαι να κατανοήσω ακόμη και να διαβάσω την ιστορία αυτή, μου έδωσε ένα ζευγάρι χρυσά γυαλιά. Τα φόρεσα κι ένας κρότος ήχησε μες στα σπλάχνα μου, τόσο έντονος που μου ταρακούνησε την καρδιά. Και βρέθηκα να κυλάω μες στη κλωστή με μια ταχύτητα που μου έκοβε την ανάσα. Και δίπλα μου ένας φτερωτός ερωτιδέας έσχιζε τον αέρα πετώντας με ορμή ανοίκεια και μου σιγοψιθύριζε την ιστορία που διέγραφε η χρυσή κλωστή.
«
Ζούσε κάποτε σε μια σπηλιά μια κοπέλα που δεν γερνούσε ποτέ. Είχε κατακόκκινα μαλλιά που έπεφταν μπρος στα μάτια της, μπλέκονταν ανάμεσα στα στήθη της, άγγιζαν την ήβη της και χάιδευαν τα άσπρα αγαλματένια πόδια της. Την έλεγαν Ομορφιά. Ήταν πολύ όμορφη μα εκείνη δεν το ήξερε γιατί δεν είχε κανένα να της το πει. Έτσι πέρασαν οι μέρες, τα χρόνια, οι αιώνες, χωρίς τίποτα να συμβαίνει. Κι έτσι γι αυτήν ήταν σαν μην είχε περάσει ούτε στιγμή, κι ίσως να ήταν κι έτσι…
Μια μέρα όμως εμφανίστηκε ένα αγόρι που το έλεγαν Έρωτα. Μόλις την είδε θαμπώθηκε απ’ την ομορφιά της, ζαλίστηκε, έπεσε στην αγκαλιά της και τη ρώτησε πώς τη λένε. Εκείνη δεν του απάντησε κι έτσι εκείνος πήρε το θάρρος να της δώσει ένα όνομα που σκέφτηκε μόλις εκείνη τη στιγμή.
‘Είσαι η Ποίηση που όλα τα βλέπει όπως δεν είναι κι όλα τα κάνει όπως τα θέλει’.
Κι έτσι η Ομορφιά έγινε Ποίηση, κι από τότε κάθε ποιητής που γεννιέται στον κόσμο πλάθει βήμα-βήμα το κορμί της, μέχρι που μια μέρα ομορφιά και κόσμος θα έχουν γίνει ένα.
»
Copyright by Markos-the-Gnostic
Monday, January 08, 2007
poem-41
διηθώντας…
κι ενώ τα μάτια αρκούσαν
άρχισε η ψυχή
να πλάθει κι άλλο σώμα
και το βάφτισε ηδονή
κάποιοι στο βάθος όμως μακριά
παράκουσαν
κι άρχισαν
να το λένε οδύνη
κι ενώ τα μάτια αρκούσαν
άρχισε η ψυχή
να πλάθει κι άλλο σώμα
και το βάφτισε ηδονή
κάποιοι στο βάθος όμως μακριά
παράκουσαν
κι άρχισαν
να το λένε οδύνη
Subscribe to:
Posts (Atom)