Friday, January 19, 2007

poem-42

κάποιες φορές τα πρόσωπα
γλιστρούν
κι από αγάπη
σε χρώματα διανύονται
τ’ απογεύματα όμως
οι φράσεις περιμένουν
και το λιμάνι ίχνος ματιών

δισταγμός

το φιλί
ανάμνηση δεν ήταν
ήχος
απώλεια συναρπαστική
εξαίρεση
σε μακριά μαλλιά πλεγμένη

Eros vs poetry

Η ομορφιά είναι χαρά παντοτινή
Keats

Ενώ συζητούσα με μια φίλη μου για την προτεραιότητα ανάμεσα στη ποίηση και τον έρωτα, όπου εκείνη υποστήριζε ότι η ποίηση είναι το έσχατο θεμέλιο, ενώ εγώ έδινα αυτό το ρόλο στον έρωτα, άρχισα να αισθάνομαι μια υπαρξιακή ζάλη, όπου οι αρχικές έννοιες έχαναν το διακριτικό τους περιεχόμενο και γίνονταν ρευστές δίνες, μες στις οποίες ελίσσοταν η ψυχή μου.
Μες απ τις δίνες αυτές είδα να ξεπροβάλλει ο Έρωτας σαν κατσικοπόδαρος σάτυρος που με τις πονηρές ματιές του έδινε το σύνθημα για κάθε κίνηση, για κάθε ύπαρξη, για κάθε δράση, είτε σκόπιμη είτε μάταιη, όσο μπορούν να υφίστανται τέτοια ανθρωπικά νοήματα μες στο αρχικό συμπαντικό μάγμα.
Ανάμεσα στ’ ανοιχτά του πόδια κυλούσε η Ποίηση, μια βυσσινιά σπειροειδής κορδέλα που ερχόταν απ’ το άπειρο και βυθιζόταν μες στο πουθενά και πάνω της ήταν γραμμένα τα παρελθόντα, τα παρόντα και τα μέλλοντα, μα κυρίως τα μέλλοντα, τα υπαρκτά και τα ανύπαρκτα, μα κυρίως τα ανύπαρκτα, τα δυνατά και τα αδύνατα, μα κυρίως τα αδύνατα, οι προθέσεις οι πραγματοποιημένες κι οι απραγματοποίητες, μα κυρίως οι απραγματοποίητες, κι ανάμεσα σ’ όλες αυτές τις φράσεις και τα ονόματα μια χρυσή κλωστή σχηματοποιούσε μια άλλη ιστορία παράξενη και δυσνόητη.
Καθώς με είδε ο Έρωτας να δυσκολεύομαι να κατανοήσω ακόμη και να διαβάσω την ιστορία αυτή, μου έδωσε ένα ζευγάρι χρυσά γυαλιά. Τα φόρεσα κι ένας κρότος ήχησε μες στα σπλάχνα μου, τόσο έντονος που μου ταρακούνησε την καρδιά. Και βρέθηκα να κυλάω μες στη κλωστή με μια ταχύτητα που μου έκοβε την ανάσα. Και δίπλα μου ένας φτερωτός ερωτιδέας έσχιζε τον αέρα πετώντας με ορμή ανοίκεια και μου σιγοψιθύριζε την ιστορία που διέγραφε η χρυσή κλωστή.
«
Ζούσε κάποτε σε μια σπηλιά μια κοπέλα που δεν γερνούσε ποτέ. Είχε κατακόκκινα μαλλιά που έπεφταν μπρος στα μάτια της, μπλέκονταν ανάμεσα στα στήθη της, άγγιζαν την ήβη της και χάιδευαν τα άσπρα αγαλματένια πόδια της. Την έλεγαν Ομορφιά. Ήταν πολύ όμορφη μα εκείνη δεν το ήξερε γιατί δεν είχε κανένα να της το πει. Έτσι πέρασαν οι μέρες, τα χρόνια, οι αιώνες, χωρίς τίποτα να συμβαίνει. Κι έτσι γι αυτήν ήταν σαν μην είχε περάσει ούτε στιγμή, κι ίσως να ήταν κι έτσι…
Μια μέρα όμως εμφανίστηκε ένα αγόρι που το έλεγαν Έρωτα. Μόλις την είδε θαμπώθηκε απ’ την ομορφιά της, ζαλίστηκε, έπεσε στην αγκαλιά της και τη ρώτησε πώς τη λένε. Εκείνη δεν του απάντησε κι έτσι εκείνος πήρε το θάρρος να της δώσει ένα όνομα που σκέφτηκε μόλις εκείνη τη στιγμή.
‘Είσαι η Ποίηση που όλα τα βλέπει όπως δεν είναι κι όλα τα κάνει όπως τα θέλει’.
Κι έτσι η Ομορφιά έγινε Ποίηση, κι από τότε κάθε ποιητής που γεννιέται στον κόσμο πλάθει βήμα-βήμα το κορμί της, μέχρι που μια μέρα ομορφιά και κόσμος θα έχουν γίνει ένα.
»

Copyright by Markos-the-Gnostic

Monday, January 08, 2007

poem-41

διηθώντας…
κι ενώ τα μάτια αρκούσαν
άρχισε η ψυχή
να πλάθει κι άλλο σώμα
και το βάφτισε ηδονή
κάποιοι στο βάθος όμως μακριά
παράκουσαν
κι άρχισαν
να το λένε οδύνη