Thursday, September 28, 2006

illusion-2

“Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από ρωγμές. Κι ευτυχώς, γιατί πώς αλλιώς θα εισχωρούσε το φως;” Leonard Cohen

Μόλις είχα ξυπνήσει. Άνοιξα την πόρτα για να αντικαταστήσω στα πνευμόνια μου την κλεισούρα του δωματίου με το μολυσμένο αέρα της πόλης. Η ατμόσφαιρα ήταν μουντή, φαιοκίτρινη (το νέφος ίσως;) Μια σειρά εργατών; υπαλλήλων του δήμου; οικοδόμων; Δεν ξέρω. Όλοι βαστούσαν σαν όπλο από ένα φτυάρι. Κι όλοι με πυτζάμες, ομοιόμορφες γαλάζιες πυτζάμες.
‘Καλά τρελάθηκαν;’ σκέφτηκα, ‘βιαζόντουσαν τόσο που δεν πρόλαβαν καν να ντυθούν;’
Μια άλλη λεπτομέρεια που με απασχόλησε ήταν ότι αυτή η πορεία των σκαφτιάδων δεν είχε όρια. Όπου και να κοίταζα είτε προς το σημείο της υποτιθέμενης κατεύθυνσής τους, είτε προς το σημείο της υποτιθέμενης εκκίνησής τους, στο βάθος και του ενός και του άλλου ορίζοντα δεν έβλεπες παρά ανθρώπους με φτυάρια.
Δεν έδωσα σημασία. Ξαναμπήκα στο σπίτι και δοκίμασα να βγω από τη πίσω πόρτα. Ήταν αδύνατο. Ξεκλειδώνοντας τη μια πόρτα, εμφανιζόταν μια δεύτερη, ξεκλειδώνοντας τη δεύτερη μια τρίτη, κι οι πόρτες δε τέλειωναν ποτέ.
Σκέφτηκα ν ανέβω στη ταράτσα, για λίγο καθαρό ή έστω καθαρότερο αέρα και για λίγο ανοιχτό ή έστω ανοιχτότερο ορίζοντα. Δυστυχώς εκεί πάνω είχε νύχτα. Μπορώ να πω ότι αυτή η ιδιόμορφη διαφοροποίηση ημέρας – νύχτας αν δε με ξάφνιασε, τουλάχιστον με ενόχλησε.
Κατέβηκα και πάλι στο δωμάτιό μου. Ένας κύριος με σμόκιν και φτερά αγγέλου μου ζήτησε να τον ακολουθήσω, προχώρησε προς την άκρη της τραπεζαρίας, άνοιξε μια καταπακτή δίπλα στο τζάκι και μου ψιθύρισε: ‘Από δω, από δω, από τον δρόμο των ερωτευμένων’.
Κατέβαινα επί μια ώρα μια σπειροειδή σκάλα. Προς το τέλος άρχισε να αχνοφαίνεται μια αχανής πεδιάδα μέσα σε ένα λεπτό αδιόρατο φως από τιρκουάζ, που έμοιαζε να ακτινοβολεί από μέσα, από το ίδιο το έδαφος. Άρχισα να προχωρώ με λαχτάρα προς μια απροσδιόριστη κατεύθυνση.
‘Τι με κινεί;’ σκέφτηκα, ‘και θέλω τόσο πολύ να φτάσω εκεί;’
Η πεδιάδα ήταν ξερή, άνυδρη, σκέτη έρημος και απλωνόταν μέχρι την άκρη του ορίζοντα. Και ξαφνικά διακρίνω μπροστά μου, στη μέση του πουθενά, ένα τριαντάφυλλο. Έσκυψα, το φίλησα, κι αυτό άρχισε να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, να μεγαλώνει χωρίς σταματημό. Και χωρίς να το καταλάβω γλίστρισα μέσα του και προσπαθούσα να ισορροπήσω ανάμεσα στα τεράστια κατακόκκινα πέταλα. Σε μια στιγμή έχασα την ισορροπία μου και μια μεθυστική μυρωδιά εισέβαλε στα πνευμόνια μου, τόσο μεθυστική που στο τέλος έγινε ανυπόφορη σα δηλητήριο. Έπρεπε να ξεφύγω πάση θυσία, αλλιώς θα πνιγόμουν…
Είδα πάλι δίπλα μου τον κύριο με το σμόκιν. ‘Μέσα, μέσα’, μου ψιθύρισε. Και πράγματι ανάμεσα στα τεράστια πέταλα ξεχώρισα τη σκοτεινή σήραγγα του μίσχου του. Αφέθηκα στη σκοτεινή αγκαλιά σαν μικρό παιδί. Έπεφτα επί ώρα μες στο απόλυτο σκοτάδι, μέχρι που η πίεση από τα τοιχώματα του μίσχου έγινε σχεδόν ανεπαίσθητη κι εγώ βρέθηκα στο κενό, όχι ακριβώς στο κενό, σε ένα διαστρικό κενό, καθώς μυριάδες αστέρια με παρατηρούσαν από παντού.
Είχα χάσει κάθε αίσθηση προσανατολισμού και βαρύτητας. Ένα απ τα αστέρια, το φωτεινότερο όλων, τουλάχιστον στη δική μου όραση, με υποδέχτηκε. Δεν έπεσα απότομα, δεν έπεσα καν, αυτό έπεσε πάνω μου, αλλά με την απαλότητα ενός μπαμπακιού. Ο κύριος με το σμόκιν, όρθιος και πάλι δίπλα μου, μου ψιθύρισε, ‘λάθος αστέρι κύριε, το δικό σας είναι το πάνω αριστερά’. Μου φάνηκε πολύ αστείος αυτός ο προσδιορισμός, τόσο το πάνω όσο και το αριστερά, γιατί το αστέρι μου είχε το μέγεθος μιας οβίδας κανονιού, ίσα-ίσα που με χωρούσε, οπότε το πάνω μπορούσε να είναι οπουδήποτε, όπως και το αριστερά.
Η προηγούμενη παρομοίωσή μου για το μέγεθος του αστεριού αποδείχτηκε ότι δεν περιείχε την παραμικρή αλληγορική διάσταση. Ήμουν όντως πάνω σε μια εκρηκτική ύλη, η οποία έσκασε με ένα τεράστιο κρότο, διαλυόμενη μαζί με εμένα [και τον κύριο με το σμόκιν;] σε μυριάδες σωματίδια.
Πού ανήκα πια; Ίσως σε όλα. Ένα όμως απ όλ’ αυτά μ ενδιέφερε, καθώς έπεσε πάνω σου, πάνω στο στήθος σου. Η μυρωδιά σου με συνέφερε. Απόκτησα πάλι το σώμα μου, ακούμπησα πάνω του τα συναισθήματα και τις σκέψεις μου και όρμησα με μανία να σε απολαύσω.
Σε περίμενα επί τόσο καιρό, το ξέρεις…
Κι ενώ, εγώ, ένας κόκκος απ τους μυριάδες κόκκους μου, αγωνιζόμουν να ανασυστήσω τη χαμένη μνήμη μου, εσύ με έπαιρνες βαθιά μέσα σου, εξαλείφοντας και τα τελευταία της ίχνη που μου είχαν απομείνει.
Χάθηκα για πάντα μες στην ευδαιμονία. Όσο για τους υπόλοιπους κόκκους δεν γνωρίζω, δεν ανήκουν πια στην αρμοδιότητά μου...

Copyright by Markos-the-Gnostic

Friday, September 22, 2006

Και ολίγη κβαντική...

Ο άνθρωπος παρατηρεί τα συμβάντα γύρω του, τα οποία ούτως ή άλλως θα συνέβαιναν ή η πράξη της παρατήρησης είναι ένας από τους παράγοντες διαμόρφωσης των συμβάντων; Τα πειράματα της κβαντικής φυσικής που ερεύνησαν τη συμπεριφορά των μικροσκοπικών φυσικών οντοτήτων έδειξαν σαφέστατα ότι η πράξη της παρατήρησης είναι καθοριστική για το παρατηρούμενο.
Το πείραμα των δύο οπών, είναι ένα πείραμα κατά το οποίο ένα φυσικό εμπόδιο με δυο οπές βομβαρδίζεται από ηλεκτρόνια, κάποια από τα οποία ανακλώνται από το υλικό και κάποια διέρχονται από τις οπές και δηλώνουν την παρουσία τους σε μια οθόνη αποτύπωσης τοποθετημένη από πίσω. Αν στο πείραμα περιλαμβάνεται και η ανίχνευση / καταγραφή της οπής μέσα από την οποία περνά το κάθε ηλεκτρόνιο που τελικά διέρχεται και καταλήγει στην πίσω οθόνη, τότε το κάθε ηλεκτρόνιο συμπεριφέρεται ως ένα απειροελάχιστο σωματίδιο (κάτι σαν σφαιρίδιο). Κι αυτό γιατί παρατηρείται στην οθόνη ανίχνευσης ένα ηλεκτρικό πεδίο συγκεντρωμένο πίσω από την κάθε οπή, το οποίο ισούται με το άθροισμα όλων των πεδίων που αντιστοιχούν σ εκείνα τα ηλεκτρόνια που σαν μικρά σφαιρίδια πέρασαν από τη μία ή την άλλη συγκεκριμένη οπή. Με λίγα λόγια τα ηλεκτρόνια τότε συμπεριφέρονται ως σωματίδια, έχουν δηλαδή τη μάζα τους συγκεντρωμένη σε μια μικρή αλλά συγκεκριμένη περιοχή, όπως κάθε αξιοπρεπές σώμα. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο αν στο πείραμα δεν ανιχνεύεται / καταγράφεται η οπή μέσα από την οποία περνά το κάθε ηλεκτρόνιο. Τότε αντιθέτως το κάθε ηλεκτρόνιο συμπεριφέρεται σαν κύμα. Κι αυτό γιατί παρατηρείται στην οθόνη ανίχνευσης μια κατανομή ηλεκτρικού πεδίου ίδια με αυτή της συμβολής δύο κυμάτων, διερχομένων ταυτόχρονα και από τις δύο οπές. Κάθε ένα δηλαδή από τα ηλεκτρόνια είναι τότε ένα κύμα που παραθλάται (διαμερίζεται) σε δυο κύματα, το ένα από τα οποία περνά από τη μια οπή και το άλλο από την άλλη, και στο τέλος καταλήγουν σε συμβολή.
Το ένα λοιπόν και μοναδικό ηλεκτρόνιο αν μεν "υποχρεωθεί" από τον παρατηρητή, μέσω της διαδικασίας ανίχνευσης και καταγραφής, τότε "είναι" σωματίδιο, αλλιώς "είναι" κύμα. Και μάλιστα στην προσπάθεια να το "ξεγελάσει" κανείς, ανιχνεύοντας την οπή διόδου μετά από την διαδικασία της διέλευσης, μέσω μιας φωτογραφικής πλάκας αποτύπωσης του πεδίου ή ενός συστήματος αποκλίνοντα και συγκλίνοντα φακού εκ των υστέρων μαρτυρίας της αρχικής κατεύθυνσης, η πράξη αυτή της "καθυστερημένης παρατήρησης" του παρατηρητή διαμορφώνει το παρελθόν, το αν δηλαδή το ηλεκτρόνιο πέρασε από τη μια οπή ως σωματίδιο ή και από τις δυο ταυτόχρονα ως κύμα. Αυτή η διαμόρφωση του παρελθόντος των μικροσκοπικών φυσικών οντοτήτων μέσω μεταγενέστερων πράξεων του παρατηρητή θα μπορούσε να οδηγήσει τη φαντασία μας σε μια μακροσκοπική γενίκευση, όπου η εμφάνιση του ανθρώπου στο σύμπαν, ως παρατηρητή, διαμορφώνει σιγά-σιγά μες στους αιώνες μέσω απλών παρατηρήσεων ή συνθετότερων πειραματικών ερευνών την ίδια την ιστορία του σύμπαντος ως πίσω στη Μεγάλη Έκρηξη, όπως υποστηρίζουν κάποιοι κβαντικοί φυσικοί - φιλόσοφοι.
Μήπως γενικότερα η πεποίθηση του παρατηρητή παίζει εξέχοντα ρόλο ακόμη και στα μακροσκοπικά παρατηρούμενα, εφόσον τόσο η κβαντική θεωρία όσο και ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής εισάγουν σε όλα τα φυσικά φαινόμενα την έννοια της πιθανότητας και επομένως όλα τα γεγονότα που παρατηρούμε να επαναλαμβάνονται συνεχώς με ένα συγκεκριμένο τρόπο δεν είναι απολύτως βέβαια, αλλά απλώς πολύ πιθανά; Για παράδειγμα, η ελεύθερη πτώση των σωμάτων, η μετακίνηση των σωμάτων μέσω των γνωστών δυναμικών αλληλεπιδράσεων είτε εξ επαφής είτε εξ αποστάσεως (βαρυτικά ή ηλεκτρομαγνητικά), συμβαίνοντας μόνιμα και απαρέγκλιτα, οδήγησαν στη διατύπωση των
γνωστών νόμων της παγκόσμιας έλξης (βαρυτικού πεδίου) και της ηλεκτρομαγνητικής επίδρασης (Η/Μ πεδίου). Μήπως όμως η στάση των πρώτων ανθρώπων - παρατηρητών διαμόρφωσε μια πρώτη αντίληψη περί των διαφόρων συμβάντων, η οποία αντίληψη πήρε μετά στο νου των πρώτων φυσικών φιλόσοφων (Θαλή, Ηράκλειτου κλπ) και πιο αυστηρά στη συνέχεια στο νου του Γαλιλαίου, του Νεύτωνα και του Einstein τη μορφή αυθύπαρκτων απαρέγκλιτων φυσικών νόμων; Και μήπως αυτοί οι υποτιθέμενοι νόμοι δεν είναι παρά νοητικές μας απόπειρες για την ερμηνεία ενός κόσμου, απείρως πιο παράξενου, που επιτρέπει τα πάντα, ακόμη και τα θαύματα;

Thursday, September 21, 2006

Η έσθισις (εκ του εσθίειν)

Είναι μόνος στη πόλη…
Η πόλη περιτριγυρισμένη από τεράστιες γκαρνταρόμπες.
Ο Βύρωνας (αν και μη λόρδος) με αριστοκρατική φινέτσα αποσαφηνίζει.
Κι ενώ προπορεύεται προς τη δύση θέτει αινιγματικά ερωτήματα:

1. Θα υπάρχω μετά τον θάνατον του Αλκουίνου;
(ο Αλκουίνος εκτός από τον μεγάλο αναμορφωτή της αυλής του Καρολομάγνου είναι και τίτλος τιμής των πιθήκων των εφετείων της Νέας Ζηλανδίας)
2. Ποία είναι η συνέπεια της εσθίσεως αντζουγιών κατά την νηστείαν της εορτής του Αγίου Νέρωνος;
3. Ο Βικέντιος, διάσημος παλαιστής του Lucha libre, έχει ποτέ ερυθρήσει;
4. Τα μέλη μου έχουν και αυτά ψυχήν και που τερματίζεται αυτή η ψυχοδιαίρεσις;
5. Μήπως η σεξουαλική πράξις προ της δύσεως του ηλίου προκαλεί οδοντόπτωσιν;
6. Μήπως η αρσενοκητία (στάσις προσευχής κατά την οποίαν άρρενα κήτη υποδέχονται την ανατολήν του ηλίου) είναι το προστάδιον της αρσενοκοιτίας;
7. Η κατανάλωσις του περιβάλλοντος αέρος αποτελεί αμάρτημα ή δικαίωμα;
8. Επιτρέπεται νυχθημερόν ή τουλάχιστον ημερονυχθόν να παραπέμπω;
9. Εάν εγώ είμαι μέρος του Σύμπαντος, το Σύμπαν τίνος μέρος είναι;
10. Έχω τυχόν μακαρίσει τινά προ του τέλους;

Κανείς δεν μπορεί να μου απαντήσει.
Είμαι μόνος στη πόλη…

Thursday, September 14, 2006

Poem-5

το κορίτσι είναι ένα σύννεφο
το σύννεφο μια ανάσα
η ανάσα ένα ταξίδι
το ταξίδι ένα δάκρυ
και το δάκρυ ένα κορίτσι

Friday, September 08, 2006

Ασφάλειες "ΚΡΟΝΟΣ" (ένα κείμενο μου απ' τα παλιά)

Έκλεισε με θόρυβο η πόρτα πίσω του. Θα είχε αφήσει το παράθυρο της κουζίνας ανοιχτό, σκέφτηκε. Δεν είχε τον χ ρ ό ν ο όμως να γυρίσει. Σε πέντε λεπτά έπρεπε να βρίσκεται οπωσδήποτε στο γραφείο του, γιατί ακόμη και ένα λεπτό καθυστέρηση θα φαινόταν στην κάρτα που χτυπούσε κάθε πρωί, και θα μπορούσε να του στοιχίσει την απώλεια κάποιων χρημάτων ή το λιγότερο κάποιες μουρμούρες και ειρωνείες από τον διευθυντή του. Δούλευε στην μεγαλύτερη ασφαλιστική εταιρία της πόλης, στις "ΑΣΦΑΛΕΙΕΣ-ΚΡΟΝΟΣ", με τον πολύ επεξηγηματικό υπότιτλο "εξασφαλισμένες εκ του ασφαλούς". Ευτυχώς η εταιρία ήταν πολύ κοντά στο σπίτι του, κι έτσι δεν έχανε και πολύ χ ρ ό ν ο.
Περπατούσε πολύ βιαστικά, προσπερνώντας συνήθως τους μπροστινούς διαβάτες, αλλά προς μεγάλη του έκπληξη τον πέρασε με ταχύτητα ένα ζευγάρι, αφήνοντας στ' αυτιά του κάποιες κουβέντες, πολύ μπερδεμένες. Δεν πρέπει να άκουσε καλά. Η πρώτη φράση ήταν "Αυτοί είναι οι στόχοι μου". Για τη φράση αυτή ήταν απόλυτα βέβαιος. Και μετά άκουσε "Ήρθε επιτέλους η ώρα για την ενδελέχεια μου". Η τελευταία λέξη ήταν πολύ ασαφής. Είπε "ενδελέχεια", δηλαδή αδιάπτωτη διάρκεια; Είπε "εντελέχεια"; δηλαδή τον αριστοτελικό όρο για τη μετάβαση από το εν δυνάμει ον στο εν ενεργεία ον, από την ύλη στη μορφή, τον όρο που σήμαινε την τελείωση μιας μορφής, το πέρασμα από την αρχική της δυνατότητα στο τέλος της, στον σκοπό της; Είπε "ανέχεια"; Είπε "απέχθεια";
Δεν έδειχνε και τόσο φτωχός για να είπε ανέχεια, ούτε όμως και τόσο αηδιασμένος ή θυμωμένος για να είπε απέχθεια. Απ' την άλλη όμως δεν είχε και τόσο "intellectuelle profile" για να χρησιμοποιούσε τόσο ακριβείς και ασυνήθιστους όρους, όπως "ενδελέχεια" ή "εντελέχεια".
Κι ενώ σκεφτόταν αυτά, μια γιγαντοαφίσα τράβηξε την προσοχή του. Ήταν μια γυναίκα ολόγυμνη, όρθια αλλά με λυγισμένα τα πόδια που μας κοίταζε (εμάς τους διαβάτες) κλαίγοντας. Το νεανικό της σώμα, ιδίως τα σφριγηλά της στήθη, δεν συμμετείχαν στη θλίψη της, αλλά αντίθετα έδιναν την εντύπωση μιας παρωδίας. Καθώς έκλαιγε, χύνονταν τα δάκρυα της σ' ένα ποτήρι πολύ παράξενο, που το κάτω μέρος του έμοιαζε με αλχημικό σιφόνι, στο οποίο κατακρημνίζονταν τα περιττά ιζήματα. Επρόκειτο για μια διαφήμιση για τα ποτήρια αυτόματου καθαρισμού νερού "ΥΔΑΡΑΓΝΕΣ". Δεν άργησε όμως να πάρει μες στη φαντασία του την προέκταση μιας ολοκληρωμένης αλχημικής εγκατάστασης, με σιφώνια, φίλτρα, σωλήνες, υδρίες, σκόνες, φυσούνια και πυρές διαφόρων μεγεθών και εντάσεων με μοναδικό σκοπό όχι απαραίτητα το χρυσάφι, αλλά σαφώς το τέλειο. Και η πορεία αυτή προς το τέλειο, η εντελέχεια αυτού του αλχημικού εργαστηρίου αρθρώθηκε μέσα του με τη μορφή μιας γυναίκας, της γυναίκας της αφίσας. Τα στήθη της αντιπροσώπευαν την αναρρίχηση της ζωής, και η σχισμή της, όμοια στη φαντασία του με την σχισμάδα του σιφωνίου, σήμαινε την καταβύθιση στο αρχέγονο είναι, όπου οι διακρίσεις έχαναν το νόημα τους.
Χωρίς να το καταλάβει είχε φτάσει μπροστά στην κρυστάλλινη πόρτα των "ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ-ΚΡΟΝΟΣ". Έκανε να την ανοίξει, αλλά η κίνηση του δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί. Ποιοι ήταν όλοι αυτοί εκεί μέσα;

Έβλεπε μες απ' το κρύσταλλο άλλους να παίζουν χαρτιά, άλλους να φρουρούν κάστρα, άλλους να φιλούν στο στόμα κάκτους, άλλους να σπάνε καρύδια, άλλους να αγωνίζονται να επαναφέρουν τον κεκλιμένο πύργο της Πίζας, άλλους να χτυπάνε ντέφια δίνοντας ρυθμό σε δυο μαύρες αρκούδες, άλλους να καταρρέουν από τα γέλια, άλλους να μαστιγώνονται και να τραβάνε τα μαλλιά τους, άλλους να διστάζουν, άλλους να ρουθουνίζουν, άλλους να βγάζουν τους κάλλους τους, άλλους να πετάνε υποβασταζόμενοι από αγγέλους, άλλους να ζητούν ελεημοσύνη, άλλους να στοχάζονται, άλλους να καθαρίζουν πατάτες, άλλους να παίζουν με βόλους, άλλους να εγχειρίζουν έναν πληγωμένο σκύλο, άλλους να ψάλλουν, άλλους να γαργαλάνε μία καρέκλα, άλλους να παρελαύνουν, άλλους να φωτίζουν με φακούς τη φλόγα στο τζάκι, άλλους να ποτίζουν μία βαλίτσα μέσα σε μια γλάστρα, άλλους να βάφουν με ροδόνερο τα νύχια τους, άλλους να ξυρίζονται, άλλους να φωνάζουν "Βοανεργές", άλλους να διακηρύσσουν την πίστη τους στον βασιλέα, άλλους να διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους, άλλους να απαγγέλλουν την άρια του Δημοφάνους, άλλους να χτενίζονται, άλλους να διαβλέπουν, άλλους να πεινάνε, άλλους να τρώνε, άλλους να πυροβατούν (με τα παπούτσια βέβαια), άλλους να αναρωτιόνται, άλλους να συζητούν για την πολυεπίπεδη λογική του Διόδωρου του Κρόνου, άλλους να βρίθουν από οργή, άλλους να τινάζονται από πόνο ή και από ηδονή, άλλους να υπονοούν, άλλους να ξεβουλώνουν μια μπανιέρα, άλλους να μαθαίνουν σανσκριτικά, άλλους να χαμογελούν, άλλους να διυλίζουν μια μέλισσα, άλλους να καταπίνουν έναν ορνιθόρρυγχο, άλλους να σιγοτραγουδούν στη γλώσσα των φελάχων, άλλους να θυσιάζουν προς τιμήν του Άνουβι, άλλους να γνέφουν, άλλους να γνέθουν, άλλους να δοκιμάζουν "ακανθώδη κίναμμον" φτιαγμένο γιαχνί, άλλους να γαλουχούν, άλλους να τραβάνε το τομάρι ενός κουνουπιού, άλλους να απαγγέλλουν Blake, άλλους να ζυγίζονται, άλλους να ισχυρίζονται, άλλους να κατηγοριοποιούν τα πτηνά ανάλογα με τα ράμφη τους, άλλους να βήχουν, άλλους να διαλογίζονται, άλλους να λύνουν τον γόρδιο δεσμό, άλλους να διαλέγουν, άλλους να φτιάχνουν χόρτα, άλλους να διαποτίζουν το είναι τους με απαντοχή, άλλους να ερωτοτροπούν, άλλους να ορειβατούν, άλλους να κεραμουργούν, άλλους να υιοθετούν την άποψη του Άριου περί της φύσεως του θείου Λόγου ως κτίσματος, άλλους να ραδιουργούν, άλλους να ξεσκονίζουν τον πολυέλαιο της Notre Dame, άλλους να πεθαίνουν, άλλους να διακοσμούν, άλλους να τρώνε τσίχλα, άλλους να καθαρίζουν τα τζάμια, άλλους να περιφρονούν, άλλους να αρραβωνιάζονται με ανέμους, άλλους να ιχνηλατούν, άλλους να αντιστέκονται, άλλους να μαγνητίζουν ρινίσματα ξύλου, άλλους να αλείφονται με τη σκόνη των ευγενών ορέων, άλλους να παραμένουν, άλλους να καπνίζουν, άλλους να αναμοχλεύουν τα πάθη τους, άλλους να παριστάνουν, άλλους να ανασταίνουν ασβούς, άλλους να τυμβωρυχούν, άλλους να συμμετέχουν σε φιλανθρωπικά σωματεία, άλλους να είναι και άλλους να χ ρ ο ν ο τριβούν.
Όλα τα άντεξε, αλλά αυτό όχι. Δεν μπορούσε να βλέπει ανθρώπους να αφήνουν το χρόνο τους να κυλάει άσκοπα. Αυτό ήταν γι' αυτόν έγκλημα. Μπήκε μέσα, κατευθύνθηκε προς τον χ ρ ο ν ο τριβούντα, και του είπε με ύφος σοβαρό άμα και φθονερό.
"Δεν έχεις το δικαίωμα. Ο χ ρ ό ν ο ς δεν σου ανήκει".

Copyright by Markos-the-Gnostic

Monday, September 04, 2006

Η άλωση του Μοντσεγκύρ

Οκτώβρης του 1228. Το μεγάλο λεφούσι του Βασιλιά Φρειδερίκου του Β’ γεμίζει με την οχλοβοή και τη βρωμιά του το λιμάνι του Μπρίντιζι. Εκεί ήταν συγκεντρωμένα μια σειρά από δικάταρτα που μαζεύτηκαν από διάφορες νησιωτικές επαρχίες και χώρες ως ο οβολός τους για τον ιερό αγώνα. Και θα ‘ταν ακόμη μεγαλοπρεπέστερος ο στόλος αν δεν είχε προηγηθεί η μεγάλη αντιμαχία του Φρειδερίκου με τον Πάπα Ονώριο Γ’. Μια διαμάχη που συνεχιζόταν επί χρόνια μεταξύ των φεουδαρχών που στηρίζονταν από την κεντρική εξουσία της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και των ανερχόμενων εμπόρων που στηρίζονταν από τον Πάπα, οι Γκιμπελίνοι εναντίον των Γουέλφων. Μια ακόμη διαμάχη οικονομικών συμφερόντων που ενδυόταν πνευματικά ιδανικά, σύμβολα και αξίες. Είχε περάσει ανεπιστρεπτί η σύμπνοια της κοσμικής και της πνευματικής δυναστείας που είχε σφραγίσει πριν από τέσσερις αιώνες ο Λέων ο Γ’ με τον Καρολομάγνο.
Ο υποτιθέμενος σκοπός των Σταυροφόρων παρέμενε ο ίδιος. Η ανακατάληψη της Άγιας Πόλης… Το όνειρο της Χριστιανικής Ιερουσαλήμ κράτησε για ένα περίπου αιώνα και ο Γκοντεφρουά θα παρέμενε στην ιστορία της ως ο μοναδικός ηγέτης Σταυροφορίας, της πρώτης, που διατηρούσε ακόμη κάποια ιδανικά, μη αποδεχόμενος να στεφθεί βασιλιάς αλλά απλά υπερασπιστής των Αγίων Τόπων. Από τότε είχαν οργανωθεί άλλες τέσσερις ακόμη εκστρατείες του Σταυρού, απ τις οποίες μόνο η τρίτη είχε να επιδείξει κάποια επιτυχία, την επικράτηση του Ριχάρδου κατά του Σαλαντίν και την ανακατάληψη της Άκρας.
Στην πέμπτη Σταυροφορία οι Αγιουβίδες άδειασαν και παρέδωσαν την πόλη, χωρίς όρεξη ούτε να πολεμήσουν, αλλά ούτε και να κάνουν κάποια συνθήκη. Και στην Αίγυπτο οι προσπάθειες συνδιαλλαγής με τον αρχηγό των Μαμελούκων, με τη συνδρομή ακόμη και του Φραγκίσκου της Ασίζης, δεν κατέληξαν στο πολυπόθητο αποτέλεσμα.
Και τώρα ο Φρειδερίκος, στα χνάρια του ένδοξου συνονόματου του, του Μπαρμπαρόσσα, ξεκινούσε το γνωστό πια εγχείρημα, μες απ τους γνωστούς θαλάσσιους δρόμους, με προορισμό τα γνωστά λιμάνια, όπου ήλπιζε να μη συμβεί ο γνωστός αποδεκατισμός τους από τους «απίστους».
Ο Κάρολος – Λουδοβίκος από τη Ραβέννα, γόνος μιας παλιάς Λομβαρδικής οικογένειας του Μιλάνου, που είχε τις ρίζες της στη Λωραίνη από τη μια και τη Καρινθία από την άλλη, ακολουθούσε το λεφούσι για λόγους καθαρά προσωπικούς, οι οποίοι κρύβονταν επιμελώς κάτω από τα οικόσημα των πορτοκαλί κρίνων που έστεφαν το μαύρο λιοντάρι.
Αποβιβάστηκε στην Άκρα τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη. Η περιοχή κρατούσε ακόμη τη γλύκα του φθινοπώρου, σε αντίθεση με τις μανιασμένες χιονοθύελλες της πατρίδας του. Ο Κάρολος ο μικρός, όπως τον αποκαλούσαν αστεϊζόμενοι, συγκρίνοντας τον με τον συνονόματό του Καρολομάγνο, έδωσε κάποιες σύντομες εντολές στο σώμα των ιπποτών του, και αναχώρησε με βιασύνη. Η μεγάλη επίθεση άλλωστε, αν γινόταν ποτέ, θα αργούσε πολύ και δε θα συνέβαινε πριν την άνοιξη. Μέχρι τότε οι Σταυροφόροι θα προετοιμάζονταν πυρετωδώς μες στη χλιδή του παλατιού και των περιχώρων της Άκρας, μεθώντας, λοιδορώντας, ασελγώντας τις νύχτες και τεμπελιάζοντας τις μέρες.
Ο Κάρολος, όμως, αν και μικρός, είχε άλλα σχέδια και δεν τον συγκινούσε στο παραμικρό αυτό το άχρηστο ξόδεμα ενέργειας. Παράτησε στον κοιτώνα του, στο παλάτι, την πανοπλία του, φόρεσε τη φτωχική ενδυμασία του προσκυνητή και ξεκίνησε μόνος του προς τα ενδότερα. Συνάντησε πολλούς ανθρώπους στα χωριά και τις πόλεις, και ήταν φανερό ότι είχε ξαναπεράσει από εκεί, καθώς όλοι του φέρονταν σα να ‘ταν δικός τους άνθρωπος.
Τις πρώτες μέρες του Μάρτη έφτασε στη Ναζαρέτ. Τα νέα ήταν καλά. Ο Φρειδερίκος είχε καταφέρει τον Αλ-Καμίλ. Χωρίς να χυθεί καθόλου αίμα, η Ιερουσαλήμ αλλά και όλη η Παλαιστίνη, συμπεριλαμβανομένης της Ναζαρέτ και της Τιβεριάδας, είχαν δοθεί για δέκα χρόνια, μέχρι το 1239, και πάλι στους Ιππότες του Σταυρού. Η Ιερουσαλήμ γέμισε και πάλι από θόρυβο, φωνές και βλαστήμιες, αλλά στα βόρεια, στη Ναζαρέτ τα πράγματα ήταν πιο ήρεμα, πιο ειρηνικά. Εκεί τον περίμενε μια Παλαιστίνια, η Ροάβ, γνωστή του από παλιά. Τον οδήγησε σπίτι της, τον φίλεψε, του ετοίμασε νερό για να κάνει ένα ζεστό μπάνιο και μετά του πρόσφερε το ανατολικό δώμα, για να ξεκουραστεί από τις έννοιες και τα βάρη της εκστρατείας.
Το πρωί ήταν έτοιμος για τη μεγάλη συνάντηση. Όλη η περιοχή γύρω από τη Τιβεριάδα ευώδιαζε. Η αύρα του νερού ανακατεμένη με τη μυρωδιά απ τις βυθισμένες ρίζες και τα μουλιασμένα κλαδιά, του μετέφερε μια γλυκιά νάρκωση. Μια σπηλιά άρχισε να διακρίνεται στο βάθος. Κι εκεί, στην είσοδό της, ένας χείμαρρος από μακριά κατακόκκινα μαλλιά ανάμεσα σε δυο γυμνά πόδια χωμένα στην άμμο. Η Ροάβ τον αποχαιρέτησε και πήρε τον δρόμο του γυρισμού.
Εκείνος κατευθύνθηκε προς τη σπηλιά. Η γυναίκα τον κοίταξε στα μάτια κι άρχισε να πετά βότσαλα σ’ ένα βραχάκι στην όχθη της λίμνης.
Ο ήχος της πέτρας πάνω στην πέτρα με δόνησε σαν να αντήχησε μια καμπάνα μέσα στ’ αυτιά μου. Λιποθύμησα; Πέθανα; Ζούσα;
Όλα εκτυλίσσονταν μέσα σ’ ένα απαλό κόκκινο φως. Ήμουν μέσα της, βαθειά μέσα της. Δεν χόρταινα να ρουφάω τα στήθη της, σαν να γευόμουν όλο τον κόσμο. Οι ρόγες της ήταν όλοι οι καρποί της Γης κι η σχισμή της μια χαράδρα που δε τέλειωνε πουθενά. Εισχωρούσα μέσα της όλο και πιο βαθειά και την ίδια στιγμή εκσφενδονιζόμουν με αβάσταχτη ταχύτητα σ’ ένα βάραθρο, που δεν ήθελα να σταματήσει ποτέ.
Δεν θυμάμαι τίποτε άλλο…
Το άλλο πρωί ξύπνησα στο δώμα της Ροάβ. Ήταν πολύ χαρούμενη. Περίμενε επί ώρες ν΄ ανοίξω τα μάτια μου. Με φίλησε και μου ‘φερε να πιω ένα παχύ κάτασπρο γάλα.
- Είμαι πολύ χαρούμενη που σε δέχτηκε. Κι εσύ μη λησμονήσεις ποτέ πως είσαι από τους λίγους που ενώθηκαν με τη Νύμφη του Κυρίου. Είσαι πλέον ένας από τους μυστικούς του αδελφούς, εκείνους που αλλάζουν τον κόσμο και παίρνουν σαν αντίδωρο το θάνατο.
Είχε απόλυτο δίκιο. Χάρη στο βίωμα αυτό άντεξα τον τρομακτικό πόνο. Ήταν Μάρτης στο Μοντσεγκύρ. Μετά από εννιά μήνες ασφυκτική πολιορκία, δεν βαστάξαμε άλλο πια. Οι στρατιώτες του Λουδοβίκου, που αποκαλέσατε αργότερα Άγιο, μπήκαν λυσσασμένα στο φρούριο για σάρκα και αίμα. Ο λεγάτος του Πάπα παρακολουθούσε συγκινημένος την εκτέλεση της «θείας» του αποστολής. Μέσα σε λίγη ώρα μας είχαν δέσει σε πασάλους, κι άρχισαν ν’ αραδιάζουν μπροστά στα πόδια μας φρεσκοκομμένα ξύλα και φρύγανα για μας που μας αποκαλούσαν καθαρούς. Τι ειρωνία! Τουλάχιστον δεν παραποίησαν το όνομα μας.
Καθώς οι φλόγες με έγλυφαν, εγώ βυθιζόμουν στην απύθμενη χαράδρα της Νύμφης του Κυρίου μου…

Copyright by Markos-the-Gnostic